16 results on '"Σοφού, Ευστρατία"'
Search Results
2. Άντρες και μελλοντικοί νηπιαγωγοί: Διερεύνηση των αντιλήψεών τους για τον ρόλο τους
- Author
-
Σοφού, Ευστρατία, primary and Στεργίου, Λήδα, additional
- Published
- 2019
- Full Text
- View/download PDF
3. Σχολική αποτυχία και σχολική βία
- Author
-
Sogias, Konstantinos, Θάνος, Θεόδωρος, Σακελλαρίου, Μαρία, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Treatment ,School failure ,Prevention ,Σχολική βία ,Πρόληψη ,Αντιμετώπιση ,Σχολική αποτυχία ,School violence - Abstract
Τα τελευταία χρόνια η σχολική βία και παραβατικότητα των μαθητών βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος, ενώ όπως προκύπτει από σχετικές μελέτες η προσοχή επικεντρώνεται και στη σχολική αποτυχία των μαθητών. Οι μελέτες εστιάζουν στη σχέση της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής βίας και παραβατικότητας, στους παράγοντες εκδήλωσης των δύο φαινομένων και λιγότερο στα χαρακτηριστικά αυτών των μαθητών και της αντιμετώπισης των φαινομένων αυτών. Στη παρούσα εργασία εξετάζονται οι απόψεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη σχέση της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής βίας και παραβατικότητας, καθώς και στους παράγοντες εμφάνισης και εκδήλωσης των φαινομένων αυτών αλλά και των τρόπων αντιμετώπισής τους. Δείγμα της έρευνας αποτελούν 15 εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ως μέσο συλλογής των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε η ημοδομημένη συνέντευξη. Από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών προέκυψε ότι δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον τρόπο ορισμού της σχολικής αποτυχίας. Επίσης, διαπιστώθηκε πως ο σημαντικότερος παράγοντας που επιδρά στη σχολική αποτυχία είναι ο οικογενειακός και έπονται ο παράγοντας του σχολείου και οι ατομικοί παράγοντες. Όσον α-φορά τον ορισμό της σχολικής βίας και παραβατικότητας οι εκπαιδευτικοί της ορίζουν ως μια οποιαδήποτε μορφή βίας κατά ατόμου και κατά του ίδιου του σχολείο, ενώ σημαντικότεροι παράγοντες για την εκδήλωση του φαινομένου αποτελούν η οικογένεια, τα ΜΜΕ και η τεχνολογία καθώς και οι ατομικοί παράγοντες. Σχετικά με τη σχέση σχολικής αποτυχίας και σχολικής βίας οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι αυτή είναι αμφίδρομη. Αναφορικά, με τους τρόπους αντιμετώπισης της σχολικής αποτυχίας και της σχολικής βίας οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν τις παιδαγωγικές πρακτικές, της εξατομικευμένης διδασκαλίας και της συζήτησης αντίστοιχα. Συνολικά, απαιτείται μία ολοκληρωμένη εκπαιδευτική πολιτική για την πρόληψη και την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Ωστόσο, χρήζει περαιτέρω έρευνας το πεδίο αυτό σε αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη και με τη χρήση και άλλων μεθοδολογικών εργαλείων, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία θα είναι περισσότερο ακριβή, έγκυρα και αξιόπιστα. In recent years, school violence and student delinquency has been at the center of scientific interest, while as it appears from relevant studies, attention is also focused on the school failure of students. The studies focus on the relationship between school failure and school violence and delinquency, on the factors of manifestation of the two phenomena and less on the characteristics of these students and the treatment of these phenomena. In this work, the opinions of Primary Education teachers are examined on the relationship between school failure and school violence and delinquency, as well as the factors of appearance and manifestation of these phenomena as well as the ways to deal with them. The sample of the research is 15 Primary Education teachers. The structured interview was used as a means of data collection. From the responses of the teachers, it emerged that there is no agreement as to how to define school failure. Also, it was found that the most important factor affecting school failure is the family factor, followed by the school factor and individual factors. As for the definition of school violence and delinquency, teachers define it as any form of violence against an individual and against the school itself, while more important factors for the manifestation of the phenomenon are the family, the media and technology as well as the individual factors. Regarding the relationship between school failure and school violence, teachers believe that it is a two-way street. In re-lation to the methods of dealing with school failure and school violence, teachers use pedagogical practices, individualized teaching and discussion respectively. Overall, an integrated educational policy is required to prevent and deal with these phenomena. However, this field needs further research in several interested parties and with the use of other methodological tools, in order to draw conclusions that will be more accurate, valid and reliable. 192 σ.
- Published
- 2023
4. Oυτοπική παιδαγωγική και αναρχισμός
- Author
-
Chouliara, Anthoula Konstantina, Πουρνάρη, Μαρία, Λιακοπούλου, Μαρία, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Αναρχισμός ,Anarchism ,Utopian pedagogy ,Ουτοπική παιδαγωγική ,Oυτοπία ,Οutopia - Abstract
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης των παιδαγωγικών όψεων της ουτοπίας και της σχέσης ουτοπικής παιδαγωγικής και αναρχισμού. Κεντρικές διαστάσεις της ουτοπικής παιδαγωγικής συνιστούν αφενός, η ανάπτυξη κριτικής συνείδησης μέσω της φαντασιακής ανασυγκρότησης του μέλλοντος και αφετέρου, το άνοιγμα ουτοπικών δυνατοτήτων υποκειμενοποίησης που εμφορούνται από ελπίδα και επιθυμία. Αναδεικνύεται η αναγκαιότητα πρόταξης οραμάτων, τα οποία προκύπτουν μέσα από συγκεκριμένες συλλογικές εμπειρίες, διατηρώντας μια οργανική σχέση με το παρόν, ώστε να κινητοποιούν σε δράση. Ο εμπρόθετος χαρακτήρας της πράξης συνδέεται με την έννοια της «κριτικής ελπίδας». Η σύζευξη κριτικής συνείδησης και δράσης συγκροτεί τον πυρήνα της «praxis» ως διεργασίας μάθησης, που απορρέει από την αναζήτηση και την πραγματοποίηση συναφών πρακτικών μέσα στην κοινότητα. Ο ουτοπικός χαρακτήρας του αναρχισμού ενσωματώνει τις παιδαγωγικές αποβλέψεις του ουτοπισμού ως «ανοιχτού τέλους», χωρίς να στερείται ανακατασκευαστικών οραμάτων και ανάλογου κανονιστικού περιεχομένου. Η «προεικόνιση» συνιστά μια κεντρική ουτοπική πτυχή του αναρχισμού που επιχειρεί να θέτει σε εφαρμογή και επαναξιολόγηση τα ιδανικά του, διατηρώντας μια ηθική σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών. Η πραγματολογική πρόταση του αναρχισμού συμπυκνώνεται στην έννοια της «άμεσης δράσης», η οποία ενσωματώνει ένα παιδαγωγικό χαρακτήρα παρόμοιο με αυτόν που αποδίδεται στην «praxis». Η μελέτη των βασικών παραδοχών της αναρχικής ιδεολογίας σε συνάρτηση με τον μαρξισμό και τον φιλελευθερισμό, τονίζει την εσωτερική σχέση μεταξύ πολιτικής θεωρίας και φιλοσοφίας της εκπαίδευσης. Η συγκειμενική εννοιολόγηση της ανθρώπινης φύσης και η αντίληψη του κοινωνικού μετασχηματισμού ως διεργασία εμμενούς κριτικής και πρακτικής, σε συνδυασμό με την απόρριψη των εξαναγκαστικών θεσμών, αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ενίσχυσης μιας ηθικής βάσης ικανής να φέρει και να διατηρεί μια ακρατική κοινωνία βασισμένη στην αλληλοβοήθεια. This work is an attempt to investigate the pedagogical aspects of utopia and the relationship between utopian pedagogy and anarchism. Τhe central dimensions of utopian pedagogy are consisted by, on the one hand, the development of critical consciousness through the imaginative reconstruction of the future and, on the other hand, the opening of utopian possibilities of subjectivization imbued with hope and desire. Τhis study highlights the necessity of proposing visions, which emerge through specific collective experiences, maintaining an organic relationship with the present, so as to mobilize action. The intentional character of act is linked to the concept of 'critical hope'. The conjunction of critical consciousness and action constitutes the core of "praxis" as a learning process, which results from the search for and the realization of relevant practices within the community. The utopian character of anarchism embodies the pedagogical aspirations of "open-ended" utopianism, without lacking of reconstructive visions and corresponding normative content. "Prefiguration" constitutes a pivotal utopian aspect of anarchism that attempts to enact and reevaluate its ideals, while maintaining an ethical relationship between means and ends. The pragmatic proposition of anarchism is condensed into the concept of "direct action", which embodies a pedagogical character similar to that attributed to "praxis". The study of the basic assumptions of anarchist ideology in relation to marxism and liberalism emphasizes the internal relationship between political theory and philosophy of education. The contextual conceptualization of human nature and the perception of social transformation as a process of immanent critique and practice, combined with the rejection of coercive institutions, recognize the necessity of strengthening a moral base capable of bringing about and sustaining a stateless society based on mutual aid. 128 σ.
- Published
- 2023
5. «Τα ανθρωπογεωγραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών ως παράγοντας διδακτικής αποτελεσματικότητας σε δίγλωσσα σχολεία: Διακρατική, συγκριτική μελέτη»
- Author
-
Κατερίνη, Ιωάννα, Φύκαρης, Ιωάννης, Νικολάου, Σουζάννα-Μαρία, Ζμας, Αριστοτέλης, Καμαρούδης, Σταύρος, Κωτόπουλος, Τριαντάφυλλος, Λιακοπούλου, Μαρία, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Διδακτική Μεθοδολογία ,Ανθρωπογεωγραφία της σχολικής τάξης - Abstract
Η παρούσα Δ.Δ. εμβαθύνει στις πτυχές και συνιστώσες της ανθρωπογεωγραφικής διαμόρφωσης του πλαισίου διεξαγωγής της γλωσσικής διδασκαλίας, ως μια προτεινόμενη εκπαιδευτική προσέγγιση για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της διδασκαλίας σε Δημοτικά σχολεία της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης με δίγλωσσο Αναλυτικό Πρόγραμμα. Σκοπός της έρευνας της Διδακτορικής Διατριβής είναι να διερευνήσει συγκριτικά την επίδραση των χαρακτηριστικών της ανθρωπογεωγραφίας της σχολικής τάξης και των εμπλεκομένων στη διδασκαλία υποκειμένων, για την ανάπτυξη και εφαρμογή κοινωνικών μορφών διδασκαλίας σε ελληνικά δίγλωσσα Δημοτικά σχολεία των χωρών της Ελλάδας, της Αλβανίας και της Γερμανίας, προκειμένου να διαπιστωθεί σε ποιον βαθμό η ανθρωπογεωγραφία της σχολικής τάξης ενισχύει την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας. Η Διδακτορική Διατριβή προσεγγίζει τη διδασκαλία ως ένα δυναμικό, χωρο-κοινωνικό φαινόμενο (McGregor, 2004a· Γερμανός, 2018· Lim, 2020), το οποίο αναπτύσσεται, κατά τη διδασκαλία, μέσω της αλληλεπίδρασης των μαθητών μεταξύ τους αλλά και με τον χώρο της σχολικής αίθουσας. Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη συσχετίζει το πλαίσιο διεξαγωγής της διδασκαλίας με το οικοσύστημα, που παράγεται διαμέσου των ποικίλων αλληλεπιδράσεων χώρου και μανθανόντων. Αυτή η δυναμική, αλληλεπιδραστική διαδικασία συνιστά τη συγκρότηση του ανθρωπογεωγραφικού αποτυπώματος της σχολικής τάξης και συνδέεται εννοιολογικά με την «Ανθρωπογεωγραφία της σχολικής τάξης» (Καψάλης & Νημά, 2012:251-252· Βαρθαλίτης -Σακελαρίου & Χαχούλη, 2012:24). Το πεδίο αλληλεπιδράσεων των γλωσσικών και κοινωνικο-πολιτισμικών χαρακτηριστικών των μανθανόντων (Ασκούνη, 2006· Σελλά -Μάζη, 2016:53) και των φυσικών και ανθρωπογενών χαρακτηριστικών του χώρου της εκάστοτε σχολικής τάξης, διαμορφώνει ένα μοναδικό πλαίσιο διεξαγωγής της διδασκαλίας (Συγκολλίτου, 1997· Τσουκαλά, 2018:88· Lim, 2020). Η αναπτυσσόμενη, διαλογική σχέση (Pratt, 1991:33·Τσουκαλά, 2018:88)- βάσει της οικοσωματικο-βιωματικής προσέγγισης (Bronfebrenner & Morris, 2006· Damşa et al., 2019· Κακανά, 2020:363) – μεταξύ υποκειμένων, υλικών και κοινωνικών χώρων (Πουρκός, 2015:282)-, ενδέχεται να επιδρά θετικά στη διδασκαλία. Έρευνες δείχνουν, ότι η αξιοποίηση διαπολιτισμικών διδακτικών εφαρμογών (Kiel et al., 2017· Engelbrecht et al., 2017· Sorkos & Hajisoteriou, 2020:3· Cárdenas- Rodriguez & Terrón-Caro, 2021) και ενσώματων, βιωματικών, διδακτικών εφαρμογών (embodied teaching practices) (Blackmore et al., 2011·Murray & Tiegde, 2012· Brillante & Mankiw, 2015· Rands & Gansemer-Topf, 2017· Γερμανός & Τσουκαλά, 2020· Lim, 2020) σε υπερποικίλεις σχολικές τάξεις (superdiversity classes) (Bloomaert & Rampton, 2011· Spotti & Kroon, 2015· Li et al., 2021) ενισχύουν την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας (Dane, 2016). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία εκπαιδευτικές έρευνες, που μελετούν το υποσύστημα της σχολικής τάξης και τις ποικίλες ψυχοκοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους, αξιοποιούν συνδυαστικά ποιοτικές και ποσοτικές μεθοδολογίες, προκειμένου να οδηγήσουν σε ακριβέστερα συμπεράσματα και να στοιχειοθετήσουν εμπεριστατωμένες θεωρήσεις για τις αναπτυσσόμενες κοινωνικο-διδακτικές διαδικασίες εντός του σχολικού, μαθησιακού περιβάλλοντος. Η ανθρωπολογική προσέγγιση των εθνογραφικών μεθοδολογιών δίνει έμφαση στη δυναμική του μικρο-επιπέδου της σχολικής ζωής, που διαμορφώνει η διαπροσωπική συνάντηση και σχέση εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων στη διδακτική πράξη (Πλεξουσάκη, 2020:302). Η νοηματοδότηση, ως η πρακτική κατανόησης των χωροταξικών ζητημάτων, πραγματοποιείται μέσω της αξιοποίησης ποιοτικών μεθοδολογιών, όπως για παράδειγμα είναι η συμμετοχική παρατήρηση και οι βιογραφικές προσεγγίσεις (Τσακίρη, 2009:403). Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το χωρο-κοινωνικό φαινόμενο της διδασκαλίας αποτελεί μια μοναδική και ανεπανάληπτη στον χωρο-χρόνο διαδικασία, που δύσκολα μπορεί να μετρηθεί βάσει συγκεκριμένων ποσοτικών μεταβλητών. Η ερευνήτρια, προκειμένου να εντοπίσει ποικίλες πτυχές και όψεις της διαδικασίας της διδασκαλίας, προχωρά σε έναν μικτού τύπου ερευνητικό σχεδιασμό, αξιοποιώντας τις εθνογραφικές και ανθρωπολογικές τεχνικές της παρατήρησης, της συνέντευξης των εκπαιδευτικών, της οπτικής απεικόνισης και των ερωτηματολογίων για εκπαιδευτικούς. Ειδικότερα, η ερευνήτρια δίνει ίση προτεραιότητα στα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, τα οποία συγκεντρώνει ταυτόχρονα αλλα και παράλληλα κατά τη μελέτη. Η παρατήρηση σχημάτων συμπεριφοράς των δρώντων προσώπων οδηγεί στη συλλογή ποιοτικών δεδομένων και την εξαγωγή συμπερασμάτων μέσα από τον κριτικό ρόλο της ερευνήτριας, ως παρατηρήτριας των διδασκαλιών. Για να αποδοθεί με τον πιο αντικειμενικό τρόπο η πραγματικότητα της διδασκαλίας, η ερευνήτρια συνδυάζει τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα της παρατήρησης των διδασκαλιών και της χαρτογράφησης/οπτικής απεικόνισης (visual display) των σχολικών αιθουσών (κατόψεις, φωτογραφικό υλικό) με τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα των συνεντεύξεων των εκπαιδευτικών των παρατηρούμενων διδασκαλιών και των ερωτηματολογίων των εκπαιδευτικών. Τέλος, συγκρίνει τα αποτελέσματα από τις συνολικές αναλύσεις, για να διαπιστώσει, εάν δίνουν παρόμοια ή διαφορετικά αποτελέσματα (Creswell, 2011:598) και εξάγει συμπεράσματα αναφορικά με το τι συμβαίνει και γιατί σε ό,τι αφορά την ερευνητική υπόθεση. 619
- Published
- 2023
6. Η ενασχόληση μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με το σκάκι στον ελεύθερό τους χρόνο: η επίδραση της κοινωνικής προέλευσης των γονέων
- Author
-
Panakoulias, Konstadinos, Θάνος, Θεόδωρος, Στεργίου, Αμαρυλλίς, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Πρωτοβάθμια εκπαίδευση ,Cultural capital ,Σκάκι ,Chess ,Primary education ,Θεωρία Pierre Bourdieu ,Πολιτισμικό κεφάλαιο ,Pierre Bourdieu theory - Abstract
Το υπό διερεύνηση θέμα της ενασχόλησης των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με το σκάκι και αν επιδρά η κοινωνική προέλευση των γονέων στην ενασχόληση των παιδιών με αυτό μελετήθηκε με την ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογική προσέγγιση μέσω ερωτηματολογίου σε ένα δείγμα 100 μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να αναδειχτεί τυχόν σύνδεση της θεωρίας του Pierre Bourdieu περί πολιτισμικού κεφαλαίου με την ενασχόληση των παιδιών του δείγματος με το σκάκι, κατά πόσο δηλαδή συνδέεται αυτή τους η επιλογή με το πολιτισμικό κεφάλαιο των γονέων, για να αναδειχτεί αν επιβεβαιώνεται ή όχι η θεωρία του Bourdieu. Από τα ευρήματα της παρούσας έρευνας διαπιστώθηκε ότι ο ρόλος που διαδραμάτισε το πολιτισμικό κεφάλαιο των γονέων στο να επιλέξουν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με το σκάκι ήταν καθοριστικός. Μαθητές που οι οικογένειές τους ανήκουν στα ανώτερα και ανώτατα μορφωτικά και οικονομικά στρώματα, άρα κατέχουν με υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, επιλέγουν να ασχοληθούν τα παιδιά τους με το σκάκι ως εξωσχολική δραστηριότητα. The issue Primary school students' involvement in chess in their free time and the effect of parents' social capital was studied with the quantitative and qualitative methodological approach through a questionnaire in a sample of 100 primary school students, with the aim of showing any connection of Pierre Bourdieu's theory about cultural capital with the involvement of the children of the sample in chess, i.e. to what extent their choice is linked to the cultural capital of the parents, whether or not Bourdieu's theory is confirmed. From the findings of the present research, it was established that the role of the parents' cultural capital is crucial in the choice of the children to play chess. Students whose families belong to the higher and highest educational and financial stratus, thus possessing a high cultural capital, choose chess as an extracurricular activity. 104 σ.
- Published
- 2023
7. Playing as a teaching tool in preschool and school education
- Author
-
Σακελλαρίου, Μαριγούλα, Ζάραγκας, Χαρίλαος, Λοΐζου, Ελένη, Ράπτης, Θεοχάρης, Σοφού, Ευστρατία, Καλογιαννάκη, Πελαγία, and Μιχαλοπούλου, Αικατερίνη
- Subjects
Teaching tool ,Πρωτοσχολική εκπαίδευση ,Παιχνίδι ,Play ,Διδακτικό μέσο ,Preschool education ,Προσχολική εκπαίδευση - Abstract
Η προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία θεωρούνται από τις πιο κρίσιμες και ευαίσθητες περιόδους στη ζωή ενός παιδιού, καθώς αυτό είναι έτοιμο να ανταποκριθεί σωματικά και συναισθηματικά στα διάφορα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό σχολείο τα παιδιά αναπτύσσονται σωματικά, γνωστικά, κινητικά, κοινωνικά, γλωσσικά και συναισθηματικά και όλες αυτές οι πτυχές της «ανάπτυξης» φαίνεται να διαμορφώνονται κυρίως μέσα από το παιχνίδι. Το παιδί ως σύνθετος οργανισμός είναι ενταγμένο σε ένα σύστημα αλληλεπιδράσεων οικογένειας, σχολείου, γειτονιάς και κοινωνικών σχέσεων, το οποίο βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Το παιχνίδι στην εκπαιδευτική διαδικασία του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου φαίνεται να κατέχει σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση των παιδιών, αφού τους δίνει τα εφόδια, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται με ευελιξία σε ένα ευρύ φάσμα δεξιοτήτων και να καθορίζουν το είδος των σχέσεων με τους συνομηλίκους τους. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία το παιχνίδι αποτελεί δικαίωμα κάθε παιδιού, όχημα για τη μάθηση και την ανάπτυξη και βασικό εργαλείο διδασκαλίας και έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης πολυάριθμων μελετών τα τελευταία χρόνια.Σκοπός της παρούσας ερευνητικής μελέτης είναι να διερευνηθούν, να αναδειχθούν και να καταγραφούν οι απόψεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το παιχνίδι και την αξιοποίηση της παιγνιώδους προσέγγισης μάθησης στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου. Ειδικότερα, επιδιώκεται να διερευνηθούν με τη βοήθεια ερωτηματολογίων και ημιδομημένων συνεντεύξεων οι απόψεις δασκάλων και νηπιαγωγών για τον ορισμό και το ρόλο του παιχνιδιού στην εκπαιδευτική διαδικασία, τη θέση του παιχνιδιού στα προσχολικά και σχολικά Προγράμματα Σπουδών, τη συμβολή του παιχνιδιού στη γλωσσική, τη λογικομαθηματική, την κοινωνική και την προσωπική ανάπτυξη του παιδιού, την αξιοποίηση των κατηγοριών παιχνιδιού στα προσχολικά και σχολικά περιβάλλοντα, την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας του παιχνιδιού, τα εκπαιδευτικά υλικά παιχνιδιού και για τα κριτήρια επιλογής παιχνιδιών. Ακόμη, αναμένεται να διερευνηθούν οι απόψεις τους για το παιχνίδι στα εσωτερικά και υπαίθρια σχολικά περιβάλλοντα, το ρόλο του εκπαιδευτικού στο παιδικό παιχνίδι, την ποιότητα του παιχνιδιού, το ρόλο της οικογένειας στο παιδικό παιχνίδι, καθώς και για το παιχνίδι και τη σχέση του με ζητήματα διαπολιτισμικότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο ερωτηματολόγιο της έρευνάς μας συμμετείχαν N:1508 εκπαιδευτικοί (νηπιαγωγοί και δάσκαλοι) από όλη την Ελλάδα, ενώ στις ημιδομημένες συνεντεύξεις Ν:60 εκπαιδευτικοί (30 δάσκαλοι και 30 νηπιαγωγοί). Υλοποιήθηκε, επίσης, ετήσιο εκπαιδευτικό παρεμβατικό πρόγραμμα για τα συναισθήματα με βάση την παιγνιώδη διδασκαλία σε δημοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία της Περιφερειακής Ενότητας της Ηπείρου, προκειμένου να καταγραφεί και να αξιολογηθεί η αλληλεπίδραση των μαθητών προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πρόγραμμα παρέμβασης και να γίνει συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων με τάξεις, στις οποίες ακολουθείται ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας και μάθησης. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν συνολικά Ν:437 μαθητές νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου.Τα ερευνητικά δεδομένα που προέκυψαν από το ερωτηματολόγιο και τις ημιδομημένες συνεντεύξεις κατέδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί στην πλειοψηφία τους αναγνωρίζουν τη συμβολή του παιχνιδιού στη μάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών, ωστόσο δεν φαίνεται να το αξιοποιούν σε ικανοποιητικό βαθμό ως διδακτικό εργαλείο στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το εν λόγω εύρημα αφορά κυρίως τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε δημοτικά σχολεία. Από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρέμβασης προέκυψε ότι με την εφαρμογή της παιγνιώδους προσέγγισης μάθησης στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, ενισχύθηκε σημαντικά η αλληλεπίδραση και η κοινωνικο-συναισθηματική μάθηση και ανάπτυξη των παιδιών των πειραματικών ομάδων και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών, καθώς και η ατομική και η συλλογική συμμετοχή τους σε δραστηριότητες παιχνιδιού. Οι μαθητές που συμμετείχαν στο εκπαιδευτικό παρεμβατικό πρόγραμμα βελτίωσαν σημαντικά τη συμπεριφορά τους και μείωσαν τις αρνητικές τους αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια του ελεύθερου παιχνιδιού. Με την ελπίδα ότι τα ερευνητικά πορίσματα θα αξιοποιηθούν, η μελέτη έχει ως βασική πρόθεση να προσφέρει πληροφορίες και να αποτελέσει κίνητρο για την εφαρμογή της παιγνιώδους προσέγγισης μάθησης στην προσχολική και πρωτοσχολική εκπαίδευση, η οποία αποτελεί μια αποτελεσματική εναλλακτική διδακτική προσέγγιση, να βελτιώσει την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και να ωθήσει στη μεγιστοποίηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Τέλος, η παρούσα ερευνητική μελέτη καθιστά αναγκαία την ουσιαστική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, με βασικό αντικείμενο επιμόρφωσης το παιχνίδι, προκειμένου η παιγνιώδης προσέγγιση μάθησης να ενσωματώνεται περισσότερο στο πρόγραμμα του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου και η διδασκαλία να βασίζεται σε αυτήν. Preschool age and early school years are considered to be of the most critical and sensitive periods in children’s lives, since they have become ready to physically as well as emotionally respond to the various stimuli of the environment. During their schooling into kindergarten and elementary school, children physically, cognitively, kinetically, socially, linguistically grow, and all these aspects of “development” seem to be formed mainly through play. Child, being a complex entity is integrated within a whole system of interactions among the family, the school, the community as well as social relations, all of which are systems that undergo a constant evolution. Play, regarding the educational process of both, kindergarten and elementary school appears to be holding a significant role onto child interaction, since it provides them with the supply appropriate to become capable of flexibly correspond to a wide range of skills as well as to determine the sort of relationships with their peers. Play, according to worldwide literature, comprises every child’s right, as well as the vehicle for learning and development, no less a basic teaching tool, and it has been the object of discourse through numerous studies over the last years. The objective of the current exploratory study is to investigate on, highlight and record the views of Primary Education professionals on play and the utilisation of the approach of play-based learning within kindergarten and elementary school. To specify with, it is sought that, with the assistance of questionnaires and semi-structured interviews, the views of elementary school teachers as well as kindergarten educators are explored regarding the definition and role of play into the educational process, the place it holds within preschool and school Curricula, its contribution into linguistic, logic-mathematical, social and personal development of the child, the utilisation of play categories into preschool and school environments, the evaluation of play-based educational procedure, play learning materials as well as the criteria for selecting forms of play. Furthermore, it is expected that the educationalists’ thoughts about play in both interior and exterior school environments are investigated upon, as well as the role educationalists hold on children’s play, the quality of play, the role of the family in it but also about play and its association with matters of inter-culture and human rights. In the questionnaire of our research N: 1508 educationalists (both, elementary school teachers and kindergarten educators) from all the Greek territory took part, while regarding the semi-structured interviews the participants were N: 60 educationalists (30 elementary school teachers and 30 kindergarten educators). More on this, an annual educational intervention programme was implemented in elementary school and kindergarten facilities at the Region of Epirus, on the purpose of carrying out a monitoring and assessment of preschool and early school aged pupils’ interaction prior to, during and after the intervention programme as well as of conducting a comparative study of the findings with classes in which the traditional way of teaching and learning is being followed. With regards to this programme, N: 437 kindergarten and elementary school pupils in total took part. The exploratory data that have emerged from the questionnaire and the semi-structured interviews testify to the fact that the educationalists by majority do acknowledge the contribution of play into child development and learning, they, however do not seem to utilise it on an adequate level as a teaching tool within the context of the educational process. This specific finding mainly accounts for educationalists who serve at elementary school facilities. From the educational intervention programme it was gathered that with the implementation of play learning approach in the context of the educational process on kindergarten and elementary school, interaction but also socio-emotional learning and development of the children comprising the control groups for both genders and all ages, was significantly enhanced along with their individual as well as collective participation into play activities. Pupils who belonged in the experimental groups and had taken part into the educational intervention programme, to a higher degree improved their behaviour and lessened their negative interactions during free play, in comparison to their peers who had been assigned to the control groups and had been attending the conventional school curriculum in class. Hoping that the exploratory findings shall be utilised, this study bears as its basic intention to provide information and become the incentive for the implementation of play learning approach into preschool and early school education, an approach that truly comprises an alternative teaching manner most effective, as well as the amelioration of the quality of education offered and, finally, to boost the maximisation of the learning outcome. Closing, the hereunto exploratory study necessitates for the substantial re-training of the education workers, with play being the basic re-training issue, in order for play learning approach to be even more incorporated within the kindergarten and elementary school curricula and teaching to be based on play, to a higher degree. 725 σ.
- Published
- 2022
8. The perspectives and practices of preschool teachers regarding the assessment of learning and development of preschool children
- Author
-
Σοφού, Ευστρατία, Καλδρυμίδου, Μαρία, and Σακελλαρίου, Μαρία
- Subjects
Pre-school education ,Παιδιά ,Ανάπτυξη ,Learning ,Kindergarten teachers ,Προσχολική εκπαίδευση ,Assessment ,Development ,Αξιολόγηση ,Children ,Μάθηση ,Νηπιαγωγοί - Abstract
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθούν οι απόψεις και οι πρακτικές των νηπιαγωγών που αφορούν στην αξιολόγηση της μάθησης και της ανάπτυξης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Συγκεκριμένα διερευνάται πώς οι νηπιαγωγοί νοηματοδοτούν και προσεγγίζουν την αξιολόγηση της μάθησης και της ανάπτυξης των παιδιών στο νηπιαγωγείο καθώς και ποιες μεθόδους και τεχνικές χρησιμοποιούν για να συλλέξουν και να καταγράψουν τις πληροφορίες που αφορούν στην πρόοδό τους. Επιπλέον διερευνώνται οι παράγοντες που επηρεάζουν τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των εκπαιδευτικών στην αξιολόγηση των επιτευγμάτων των παιδιών στο νηπιαγωγείο. Για τον σκοπό αυτό η έρευνα χρησιμοποίησε μεικτή μέθοδο, με ερωτηματολόγια και ημιδομημένες συνεντεύξεις. Στην ποσοτική έρευνα το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 152 νηπιαγωγοί και η ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS. Στην ποιοτική έρευνα πραγματοποιήθηκαν ατομικές συνεντεύξεις σε 10 νηπιαγωγούς και έγινε θεματική ανάλυση των δεδομένων. Και στην ποσοτική και στην ποιοτική έρευνα το δείγμα αποτέλεσαν εν ενεργεία νηπιαγωγοί της περιφέρειας Ηπείρου που εργάζονται σε δημόσια νηπιαγωγεία. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι νηπιαγωγοί θεωρούν αναγκαίο τον ρόλο της αξιολόγησης για την υποστήριξη της μάθησης και της ανάπτυξης των παιδιών. Αν και νοηματοδοτούν την αξιολόγηση της μάθησης των παιδιών με έννοιες που άπτονται της διαμορφωτικής αξιολόγησης ωστόσο επικρατεί η λογική των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης αποδίδοντας στην αξιολόγηση χαρακτηριστικά διαπιστωτικής πράξης. Οι νηπιαγωγοί στην πράξη χρησιμοποιούν ποικιλία μεθόδων και τεχνικών για να συλλέξουν και να καταγράψουν δεδομένα σχετικά με τη μάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών. Από την έρευνα προκύπτει ότι ο μεγάλος αριθμός παιδιών και η έλλειψη χρόνου αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην εφαρμογή της αξιολόγησης. Τα ευρήματα της μελέτης μπορούν να προσφέρουν μια εικόνα για τις απόψεις και τις πρακτικές των νηπιαγωγών και να δώσουν έναυσμα για μελλοντική έρευνα σχετικά με την αξιολόγηση της μάθησης και της ανάπτυξης των παιδιών. The aim of this paper is to explore how kindergarten teachers make sense of and approach the assessment of children's learning and development in kindergarten as well as what methods and techniques they use to collect and record information about their progress. In addition, the factors that influence the perceptions and practices of teachers in the evaluation of children's achievements in kindergarten are investigated. For this purpose, the research used a mixed method, with questionnaires and semi-structured interviews. In the quantitative research the research sample consisted of 152 kindergarten teachers and the data analysis was performed with the statistical tool SPSS. In the qualitative research, individual interviews were conducted with 10 kindergarten teachers and the data were thematically analyzed. In both quantitative and qualitative research, the sample consisted of active kindergarten teachers from the Epirus region working in public kindergartens. The results of the research showed that kindergarten teachers consider the role of evaluation necessary to support children's learning and development. Although they make sense of the assessment of children's learning with concepts related to formative assessment, however, the logic of traditional assessment methods prevails, giving the assessment characteristics of a verbal act. Kindergarten teachers in practice use a variety of methods and techniques to collect and record data on children's learning and development. The research shows that the large number of children and the lack of time are inhibitory factors in the implementation of the evaluation. The findings of the study can provide an insight into the views and practices of preschool teachers and the issues they face and guide future research on assessment practice in preschool education. 202 σ.
- Published
- 2022
9. Multicultural competence of secondary education executives in the prefecture of Ioannina
- Author
-
Στεργίου, Λήδα, Ράπτης, Θεοχάρης, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Διαχείριση πολυπολιτισμικότητας ,Management of multiculturalism ,Secondary education ,Διαπολιτισμικότητα ,Multiculturalism ,Leadership ,Interculturalism ,Intercultural competence ,Πολυπολιτισμικότητα ,Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ,Στελέχη εκπαίδευσης ,Διαπολιτισμική ικανότητα ,Ηγεσία ,Education executives - Abstract
Στη σημερινή, παγκοσμιοποιημένη κοινωνία καλούμαστε όλοι να ζήσουμε σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον και αυτό δημιουργεί νέες ανάγκες σε όλα τα επίπεδα. Η διαπολιτισμικότητα είναι πλέον ένα βασικό ζητούμενο, του οποίου η εκπαιδευτική διάσταση είναι κύριος πυλώνας, αφού ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός μαθητών με διαφορετικό γλωσσοπολιτισμικό υπόβαθρο, εντάσσεται στις εκπαιδευτικές δομές πολλών δυτικών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στο παραπάνω πλαίσιο και για να λειτουργήσουν ομαλά και δημοκρατικά οι σύγχρονες κοινωνίες, έχει ιδιαίτερη σημασία η ύπαρξη της ικανότητας κατανόησης του άλλου, χωρίς πολιτισμικά εμπόδια, δηλαδή η ύπαρξη της διαπολιτισμικής ικανότητας. Η διαπολιτισμική ικανότητα είναι απαραίτητη ιδιαίτερα στις καινούργιες γενιές, που θα κληθούν να ζήσουν μέσα σ’ αυτή την πιο σύνθετη παγκόσμια κοινωνία και γι’ αυτό τα σχολεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την καλλιέργειά της. Τα σχολεία όμως είναι πολυπρόσωποι οργανισμοί, που για να μεταδώσουν στους μαθητές αντίστοιχες γνώσεις, αξίες και στάσεις πρέπει αρχικά τα στελέχη εκπαίδευσης, που ασκούν τη διοίκηση των σχολείων, αλλά και οι εκπαιδευτικοί να είναι διαπολιτισμικά ικανοί. Στην παρούσα μεταπτυχιακή μελέτη επιχειρείται να καταγραφεί το μοντέλο ηγεσίας που ακολουθούν οι συμμετέχοντες στην έρευνα καθώς και η εκπαιδευτική προσέγγιση της πολυπολιτισμικότητας που ενστερνίζονται. Ο τελικός στόχος της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί η σχέση του μοντέλου ηγεσίας και της προσέγγισης της πολυπολιτισμικότητας, με τη διαπολιτισμική ικανότητα των στελεχών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην περιοχή των Ιωαννίνων, μέσω θεματικής ανάλυσης ημιδομημένων συνεντεύξεων, που παραχωρήθηκαν από δεκαπέντε (15) διευθυντές και υποδιευθυντές Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων (ΓΕ.Λ. και ΕΠΑ.Λ.). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι διευθύνσεις των σχολικών μονάδων προσεγγίζουν την ετερότητα, κυρίως μέσω του πολυπολιτισμικού μοντέλου, χωρίς να λείπουν εντελώς και αυτοί που ακολουθούν το αφομοιωτικό μοντέλο. Σε ότι αφορά το μοντέλο ηγεσίας, αναδείχθηκε ότι όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι ενστερνίζονται το δημοκρατικό μοντέλο (ταξινόμηση Lewin) και η πλειονότητα το καθοδηγούμενο από αξίες μοντέλο (ταξινόμηση Day et al). Τέλος, προέκυψε ότι τα επιμορφωμένα σε σχέση με τη διαπολιτισμικότητα στελέχη, διέθεταν αυξημένη διαπολιτισμική ευαισθησία και η επιμόρφωση αναδύθηκε σε κορυφαίο ζητούμενο για τη διαχείριση της πολυπολιτισμικότητας στον σχολικό χώρο και για την εξέλιξη της ήδη υπάρχουσας διαπολιτισμικής ευαισθησίας, σε διαπολιτισμική ικανότητα. In today’s globalized society, we are all called to live in a multicultural environment and this creates new needs at all levels. Interculturalism is now a key issue, the educational dimension of which is a main pillar, as there is a much larger number of students with different linguistic and cultural backgrounds, which is acceded to the educational structures of many western countries, including Greece. In the above context, in order to exist a smooth and democratic function among modern societies of particular importance is the existence of the ability to understand the other, without cultural barriers i.e. the existence of intercultural competence. The intercultural competence is essential especially in the new generations, which will be called to live in this most complex global society, which is why schools play an important role in its development and cultivation. Schools, however, are multi – faceted organizations and in order to transmit to students corresponding knowledge, values and attitudes, first the educational executives, who exercise school administration, but also the teachers must be interculturally competent. In this thesis, an attempt is made to record the leadership model that followed by the research participants as well as the educational approach of the multiculturalism that they embrace. The ultimate goal of the present study is to broaden the relation – ship between the leadership model and the multicultural approach, with the intercultural competence of secondary education executives in the Ioannina region, through thematic analysis of semi-structure interviews provided by fifteen (15) principals and vice – principals of General and Vocational High Schools. According to the results of the research the principals and the vice – principals of the school units approach the otherness, mostly via the multicultural model, without completely missing those who follow the assimilative model. With regard to the leadership model, it emerged that all interviewees embraced the democratic model (Lewin classification) and the majority the values – led model (Day et al. classification). Finally, it turned out that the in – service trained executives in relation to interculturalism, had increased intercultural sensitivity and they emerged the in – service training as a top issue for the management of multiculturalism in the school space and for the development of the existing intercultural sensitivity to intercultural competence. 126 σ.
- Published
- 2020
10. Language awakening in primary education as a means of children’s contact with multilingualism
- Author
-
Στεργίου, Αμαρυλλίς, Σοφού, Ευστρατία, and Ράπτης, Θεοχάρης
- Subjects
Γλώσσα ,Πολυγλωσσία ,Νηπιαγωγείο ,Interculturalism ,Multilingualism ,Language awakening ,Διαπολιτισμικότητα ,Kindergarten ,Γλωσσική αφύπνιση ,Language - Abstract
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί την αρχή της σχολικής ζωής ενός παιδιού. Ειδικότερα, το νηπιαγωγείο είναι το πρώτο οργανωμένο μαθησιακό περιβάλλον όπου ένα παιδί φοιτά σε καθημερινή βάση. Η παρούσα εργασία αφορά την γλωσσική αφύπνιση μέσα στην τάξη του νηπιαγωγείου. Πιο συγκεκριμένα, ερευνάται μέσα από την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, αν και κατά πόσο η γλωσσική αφύπνιση, η οποία αποτελεί κομμάτι της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης μπορεί να φέρει αποτελέσματα στην επαφή των παιδιών με τη διαφορετικότητα αλλά και στην γνωριμία τους με γλώσσες που δεν έχουν διδαχθεί και που ίσως δεν διδαχθούν ποτέ στη ζωή τους. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να αναδείξει τη σημασία της γλωσσικής αφύπνισης μέσα σε μία τάξη νηπιαγωγείου και να αποδείξει αν η γλωσσική αφύπνιση αποτελεί σημαντική πρακτική μέσα στο σχολείο και αν μπορεί να φέρει τα παιδιά σε επαφή με τις γλώσσες και την ποικιλομορφία, γενικότερα. Η ερευνητική διαδικασία που ακολουθείται (χωρισμένη σε δύο μέρη: παρατήρηση και εκπαιδευτική παρέμβαση) είναι, σε πρώτη φάση, η παρατήρηση των γλωσσικών δραστηριοτήτων που διεξάγει η νηπιαγωγός της τάξης, αλλά και οι προσπάθειες ένταξης των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στη δεύτερη φάση της έρευνας, πραγματοποιούνται δραστηριότητες σε γλώσσες που έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις ανάγκες των παιδιών, και όχι μόνο, (αγγλικά, ιταλικά, ρωσικά, αλβανικά, αραβικά και ελληνικά) ώστε να παρουσιαστούν στοιχεία τους εντός της τάξης και να δημιουργηθεί ένα κλίμα διαπολιτισμικότητας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υπήρξαν οφέλη στο γνωστικό και στο συναισθηματικό επίπεδο των παιδιών αφού αντιλήφθηκαν την ποικιλομορφία και ήρθαν σε επαφή με την πολυγλωσσία. Primary education is the beginning of a child’s school life. In particular, kindergarten is the first organized learning environment a child attends on a daily basis. The present work concerns Language Awakening in the kindergarten’s classroom. More specifically, it is researched through the implementation of an educational program if and to what extent language awakening, which is part of intercultural education, can bring results in children’s contact with diversity but also in their familiarity with languages that have not been taught and that may never be taught in their lives. The purpose of this study is to highlight the importance of language awakening in a kindergarten classroom and to demonstrate whether or not language awakening is an important practice within school and whether it can bring children into contact with languages and diversity in general. The research process that is followed (divided into two parts: observation and educational intervention) is, in the first phase, the observation of language activities carried out by the kindergarten teacher but also the efforts of the children’s integration in the educational process. In the second phase of the research, activities are carried out in languages that have been selected according to the needs of the children, and not only, (English, Italian, Russian, Albanian, Arabic and Greek) in order to present their elements within the classroom and to create an intercultural climate. The results of the research showed that there were benefits in the cognitive and emotional level of the children because they realized diversity and came in contact with multilingualism. 129 σ.
- Published
- 2020
11. Multilingualism and preschool education
- Author
-
Στεργίου, Αμαρυλλίς, Ράπτης, Θεοχάρης, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Εκπαίδευση, Προσχολική ,Child refugees ,Προσφυγική κρίση ,Μητρική γλώσσα ,Second language acquisition ,Preschool education ,Προσχολική εκπαίδευση ,Refugee crisis ,Εκπαίδευση παιδιών προσφύγων - Abstract
Η εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα φλέγοντα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η εκπαιδευτική κοινότητα και που ευελπιστούμε ότι θα αναδιαμορφώσει το εκπαιδευτικό τοπίο με νέες πολιτικές και θα δώσει διαπολιτισμικές διαστάσεις στο μέχρι πρότινος παραδοσιακά εθνοκεντρικό σχολείο. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να αποτυπώσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες του Νηπιαγωγείου που λειτούργησε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2018, εντός του ΚΦΠ Θερμοπυλών Φθιώτιδας και να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής κοινότητας καθώς και να προτείνει παιδαγωγικές δράσεις που θα συμπεριλαμβάνουν την μητρική γλώσσα των παιδιών στην εκπαιδευτική διαδικασία, παράλληλα με την ενίσχυση εκμάθησης της ελληνικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η σύζευξη όλων των γλωσσικών ρεπερτορίων της τάξης είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί κατά την εκπαιδευτική διαδικασία και με αυτό τον τρόπο να «νομιμοποιηθεί» θα λέγαμε, η χρήση των μητρικών γλωσσών των μαθητών στην παιδαγωγική πράξη. Αυτό που είναι αναγκαίο, είναι η διαμόρφωση μιας διαπολιτισμικής φιλοσοφίας και ο επαναπροσδιορισμός μεθόδων, στόχων και πρακτικών. There is no doubt that the education of child refugees is one of the most heated subjects in Greece right now. The educational community faces great challenges and we expect that this will turn out to be a great opportunity to reevaluate and reform the educational field and enhance it with new intercultural directions, policies, philosophies and goals. This study focuses on a particular kindergarten that was founded last year (2018) by the Greek Ministry of Education, inside the premises of one refugee camp in Central Greece. We tried to shed light to the particular educational needs of this preschool community and to apply an intercultural ten day program to meet those needs. The educational practices and methods took into consideration the mother languages of the students and tried to highlight the importance of the first language (mother tongue/language) during the process of the second language acquisition. The findings of the study revealed the imperative need to push the schools beyond the traditional boundaries and showed that it’s time for education to face the reality of multilingualism and to adopt a mindful perspective of it. 186 σ.
- Published
- 2019
12. Open and distance education in adult's continuing learning
- Author
-
Θάνος, Θεόδωρος, Σακελλαρίου, Μαρία, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Εξ αποστάσεως εκπαίδευση ,E.A.P ,Κοινωνικές ανισότητες ,Ε.Α.Π ,Ανώτατη εκπαίδευση ,Distance learning ,Higher education ,Social inequalities - Abstract
Τα τελευταία χρόνια η εξέλιξη των τεχνολογικών μέσων έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της εκπαίδευσης. Αποτελεί καινοτομία το γεγονός ότι οι εκπαιδευόμενοι πλέον έχουν τη δυνατότητα εξ αποστάσεως φοίτησης, ρυθμίζοντας μόνοι τους το χρόνο και τον τόπο μελέτης τους χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία στο εκπαιδευτικό ίδρυμα και η δια ζώσης επικοινωνία με τον υπεύθυνο καθηγητή. Στη χώρα μας, τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο παρέχει το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.). Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο επιδρά η φοίτηση στα προπτυχιακά προγράμματα του ΕΑΠ στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 160 προπτυχιακοί/κές φοιτητές/τριες του Ε.Α.Π. οι οποίοι απάντησαν στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου ενώ υπήρξαν προπτυχιακοί/κές φοιτητές/τριες που έδωσαν συνέντευξη στον ερευνητή αναλύοντας με περισσότερες λεπτομέρειες τη θέση τους. Ως μέσα συλλογής των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν το ερωτηματολόγιο και η συνέντευξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι παράγοντες όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η περιοχή μόνιμης κατοικίας, το επάγγελμα και το επίπεδο εκπαίδευσης του συμμετέχοντα αλλά και το επάγγελμα και το επίπεδο εκπαίδευσης του πατέρα και του παππού του συμμετέχοντα, το πρόγραμμα ΕΑΠ και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι συμμετέχοντες σχετίζονται με την ικανοποίηση των συμμετεχόντων αλλά και την άποψή τους σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μέσω της φοίτησης στο ΕΑΠ. Συμπερασματικά, φαίνεται πως η κοινωνική προέλευση του φοιτητικού πληθυσμού σχετίζεται με τον βαθμό που το Ε.Α.Π. συμβάλλει στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. In recent years, the evolution of technology has greatly influenced the evolution of education. It is an innovation that trainees are now able to study remotely, adjusting their time and place of study away from the educational institution and the teacher in charge. In our country, the possibility of distance education at undergraduate and postgraduate level is provided by the Greek Open University (EAP). The purpose of this research work is to investigate the way in which undergraduate programs of the ΕAP affect the reproduction of social inequalities. The sample of the research was 160 undergraduate students of the EAP who answered the questionnaire while another undergraduate students were interviewing in greater detail. Questionnaire and interview were used as data collection tool. The results of the survey showed that factors such as gender, age, area of residence, occupation and level of education of the participant as well as occupation and level of education of the participant's father and grandfather, the EAP program and difficulties participants 'perceptions are related to participants' satisfaction but also to their view of the opportunities presented by studying in the EAP. In conclusion, it seems that the social origins of the student population are related to the degree that the EAP has contribute to the reproduction of social inequalities. 137 σ.
- Published
- 2019
13. Teacher's views on project design and implementation in preschool education
- Author
-
Μπάκας, Θωμάς, Σακελλαρίου, Μαρία, and Σόφου, Ευστρατία
- Subjects
Early childhood teachers ,Παιδοκεντρική μέθοδος ,Μέθοδος project (Εκπαίδευση) ,The Project approach ,Παιδαγωγοί προσχολικής ηλικίας ,Student-centered method ,Μέθοδος project - Abstract
Τα σχέδια εργασίας αποτελούν βιωματική προσέγγιση της μάθησης, η οποία επικεντρώνεται στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των μαθητών. Μέσα από τα θέματα και τις δραστηριότητες των project, τα παιδιά έχουν ευκαιρίες για ενεργητική συμμετοχή, ανάπτυξη πρωτοβουλίας και αυτονομίας. Σε αυτό το σημείο, ο ρόλος του παιδαγωγού που θα δημιουργήσει κίνητρα στους μαθητές, είναι σημαντικός (Djoehaeni, Gustiana, Kurniawati & Setiasih, 2017. Li, 2012. Holm, 2011. Katz & Helm, 2002. Dejong, 1999. Frey, 1986). Γι' αυτόν το λόγο, πραγματοποιήθηκε έρευνα με σκοπό να διερευνήσει τις απόψεις των νηπιαγωγών αναφορικά με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση σχεδίων εργασίας. Χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική μέθοδος έρευνας και το εργαλείο συλλογής δεδομένων ήταν ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο, το οποίο βασίστηκε στη διεθνή βιβλιογραφία. Η έρευνα διεξήχθη το έτος 2018 και το δείγμα αποτέλεσαν 100 νηπιαγωγοί από 11 περιφέρειες της Ελλάδας. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι: (α) η πλειοψηφία των νηπιαγωγών εφαρμόζει τη μέθοδο project στην τάξη, (β) οι μαθητές συμμετέχουν στον σχεδιασμό της έρευνας, (γ) οι νηπιαγωγοί υιοθετούν θετική στάση απέναντι στο διδακτικό έργο, (δ) οι μαθητές αναπτύσσονται ολόπλευρα και ειδικά στον τομέα της δημιουργικότητας. Παράλληλα, (ε) η διαδικασία σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης project ενέχει δυσκολίες και επιτείνει την ανάγκη των εκπαιδευτικών για επιμόρφωση. Project method is an experiential learning approach that focuses on the needs and interests of children. Through project themes and activities children have opportunities for active participation, initiative development and autonomy. At this point, teacher's role to motivate students, is important (Djoehaeni, Gustiana, Kurniawati & Setiasih, 2017. Li, 2012. Holm, 2011. Katz & Helm, 2002. Dejong, 1999. Frey, 1986). For this reason, research has been carried out to investigate teachers' views on the design and implementation of project approach. A quantitative research method was used and the data collection tool was an improvised questionnaire, based on the international literature. The survey was conducted in 2018 and the sample consisted of 100 early childhood teachers from 11 regions of Greece. The results showed that: (a) the majority of teachers apply project approach in kindergarden, (b) children participate in project design, (c) teachers adopt a positive attitude towards the didactic work, (d) students expand their potential escpecially in creativity field. Alongside, (e) the process of planning, organizing and implementing a project poses difficulties and exacerbates the teachers' need to be trained. 111 σ.
- Published
- 2018
14. Educator's views on creativity in greek kindergartens
- Author
-
Μπάκας, Θωμάς, Σακελλαρίου, Μαρία, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
School ,Παιδί ,Teacher ,Δημιουργικότητα ,Δημιουργικά άτομα ,Fantasy ,Creativity ,Ομάδα ,Σχολείο ,Εκπαιδευτικός ,Φαντασία ,Creative people ,Child ,Team - Abstract
Είναι γνωστό ότι η δημιουργικότητα εμφανίζεται σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής. Αναλυτικότερα, πολλοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό, που να εξηγεί τη σημασία της δημιουργικότητας. Κατά γενική ομολογία, η δημιουργικότητα ορίζεται ως μια έννοια που ενσωματώνει ικανότητες, όπως είναι οι συνδέσεις, η καινοτομία στην επίλυση των προβλημάτων, η επικοινωνία αλλά και η συνεργασία (Mayasky, 2015·Ιsbell & Raines, 2013:2-4·Gregerson, Snyder, & Kaufman, 2013: 17·Tan, 2013:75·Starko, 2005:5). Σκοπός της παρούσας έρευνας, είναι να διερευνηθούν οι απόψεις των εκπαιδευτικών σχετικά με τη δημιουργική έκφραση στα ελληνικά νηπιαγωγεία. Επιμέρους στόχοι της έρευνας είναι: 1) η διερεύνηση των στοιχείων που επηρεάζουν τη δημιουργικότητα, 2) τα χαρακτηριστικά του δημιουργικού εκπαιδευτικού, 3) Η σχέση εκπαιδευτικού- παιδιού και δημιουργικότητας, 4) η ομάδα και η δημιουργική συμπεριφορά. Βασικός περιορισμός της έρευνας αποτελεί, ο μεγάλος αριθμός του δείγματος. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 100 νηπιαγωγοί των νομών Ιωαννίνων, Τρικάλων και Λαρίσης. Η συλλογή του υλικού έγινε μέσα από τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου. Τα αποτελέσματα της έρευνας, κατέδειξαν πως το φύλο και η ηλικία των παιδιών δεν επηρεάζουν τη δημιουργική τους έκφραση. Υπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν θετικά τη δημιουργική συμπεριφορά. Αυτοί οι παράγοντες είναι η προσπάθεια και η διαρκής εξάσκηση, αλλά και οι εμπειρίες που έχουν τα παιδιά. Αντίθετα, αρνητικοί παράγοντες αποτελούν το άγχος και η πίεση του χρόνου κατά τη διεξαγωγή μιας δημιουργικής δραστηριότητας. Αναμφισβήτητα, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί, πως η αλληλεπίδραση παιδιού και εκπαιδευτικού είναι πολύ σημαντική. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν την ανάγκη για επιμόρφωση από τη μεριά των εκπαιδευτικών, αλλά και καθοδήγησης αυτών από τη διαχείριση του σχολείου. Η συμβολή του παιχνιδιού είναι σημαντική, καθώς βοηθάει τα παιδιά να σκέφτονται δημιουργικά. Τέλος, παρατηρήθηκε πως όταν τα παιδιά εργάζονται σε ομάδες εκφράζονται δημιουργικά και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, από όταν εργάζονται μόνα τους. It is known that creativity appears in many areas of everyday life. All these years, many people have tried to give a definition that explains the importance of creativity. Additionally, creativity defined as a concept that incorporates competencies such as connections, innovation in problem solving, communication and collaboration (Mayasky, 2015·Ιsbell & Raines, 2013:2-4·Gregerson, Snyder, & Kaufman, 2013: 17· Tan, 2013:75·Starko, 2005:5). The purpose of this research is to explore teacher’s views on creativity in Greek kindergartens. Individual objectives of the research are: 1) exploring the elements that affect creativity, 2) the characteristics of the creative teacher, 3) the relationship between teacher- child and creativity, 4) team and creative behavior. A major limitation of research is the large number of sample. The sample of the survey consisted of 100 kindergartens of the districts of Ioannina, Trikala and Larissa. Questionnaire has been used to the collection of the data. The results of the survey showed, that the gender and age of children do not affect their creative expression. There are factors that positively affect creative behavior, such as effort, constant practice and children’s experiences. Conversely, negative factors are stress and time pressure in conducting a creative activity. Undoubtedly, interaction between child and educator is very important. In addition, the results showed the need for teacher’s education and guidance from administration of school. The contribution of the game is important, as it helps children to think creatively. Finally, it was observed that children work better in groups and they express creatively, than work alone. 122 σ.
- Published
- 2017
15. Primary education executives
- Author
-
Σακελλαρίου, Μαρία, Μπουζάκης, Σήφης, Καλογιαννάκη, Πέλλα, Παπαϊωάννου, Απόστολος, Μπάκας, Θωμάς, Γιαγκουνίδης, Παναγιώτης, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Στάσεις ,Εκπαίδευση στον 21ο αιώνα ,Εκπαίδευση, Πρωτοβάθμια ,Στελέχη πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ,Attitudes ,Research study ,Education in the 21st century ,Primary education executives ,Έρευνα - Abstract
Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην ανάδειξη των παραγόντων που σχετίζονται με τις παιδαγωγικές, διοικητικές και κοινωνικές διαστάσεις του ρόλου των στελεχών της εκπαίδευσης στον 21ο αιώνα. Θεωρώντας ότι η συμβολή των στελεχών στη διαμόρφωση και την επιτυχία των εκπαιδευτικών δρώμενων και μεταρρυθμίσεων είναι καθοριστική, ωθούμαστε να ερευνήσουμε το ρόλο αυτό και τις στάσεις τους σε σχέση με το επάγγελμά τους και κυρίως σε σχέση με την άσκηση διοικητικών καθηκόντων και ιεραρχικών δομών μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στη διερεύνηση αυτή, χρησιμοποιήσαμε τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές μεθόδους έρευνας και πραγματοποιήθηκε τον Μάρτη του 2014, με τη χρήση ερωτηματολογίων. Αποτελέσματα- Συμπεράσματα της έρευνας Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν συνολικά 108 στελέχη της εκπαίδευσης, από τους 108, οι 58 (54%) ήταν άντρες και οι 50 (46%) ήταν γυναίκες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν από την Κρήτη και ήταν άντρες, ηλικίας 48 - 56 ετών. Όσον αφορά το επίπεδο μόρφωσης ήταν άπαντες κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ και δεν είχαν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Όσον αφορά την ερώτηση «Έχετε παρακολουθήσει κάποια επιμόρφωση;» σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες απάντησαν θετικά. Στη συνέχεια στην ερώτηση «Είχατε πριν την εμπειρία του συνδικαλισμού;» οι περισσότεροι ερωτώμενοι δεν είχαν κάποια τέτοια εμπειρία. Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο επιλογής τους, όλοι οι υποψήφιοι επικαλούνται τη σχετική Νομοθεσία. Στην ερώτηση «Δεχθήκατε κάποιου είδους σεμινάριο/ενημέρωση πριν από την τοποθέτησή σας;» παρατηρείται πως δεν είχαν κάποια ενημέρωση ή σεμινάριο πριν την τοποθέτησή τους. Ως προς την ανάληψη των καθηκόντων τους οι ερωτώμενοι αντιμετώπισαν ελάχιστες δυσκολίες. Οι ερωτώμενοι δεν αντιμετώπισαν καμία πίεση για θέματα που άπτονταν των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ερώτηση. Οι συμμετέχοντες φαίνεται πως διαπίστωσαν διάθεση συνεργασίας σε σχέση με το ρόλο και τα καθήκοντά τους βάση των αποτελεσμάτων. Στην ερώτηση «Έχετε ξεκάθαρη άποψη για τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής;», απάντησαν πως υπήρξε ξεκάθαρη άποψη. Στην ερώτηση «Χρειάστηκε να συμβουλευτείτε ή να συγκρουστείτε με τις εκπαιδευτικές αρχές προκειμένου να επιτύχετε το στόχο σας;», φαίνεται πως δεν χρειάστηκε καθόλου να συμβεί κάτι τέτοιο. Στην ερώτηση «Τα διοικητικά σας καθήκοντα σας επέτρεπαν να έχετε ελευθερία κινήσεων/απόψεων σε τέτοια ζητήματα;» δήλωσαν πως δεν υπήρχε ελευθερία κινήσεων γενικότερα. Στην ερώτηση «Ποιες δραστηριότητες αναπτύξατε στα πλαίσια του παιδαγωγικού/ συμβουλευτικού σας ρόλου;», οι ερωτώμενοι στοχεύουν στο να συμβουλεύουν, να εμψυχώνουν, και να παροτρύνουν για επιμόρφωση. Οι συμμετέχοντες δεν έκαναν κάποια πρόταση στο Υπουργείο Παιδείας σχετικά με την εκπαιδευτική κατάσταση. Στην ερώτηση σχετικά με το τι βαρύτητα πιστεύουν ότι έχουν στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, διαπιστώνεται μία πολύ μεγάλη απογοήτευση. Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων υποστήριξε πως ναι ο ρόλος τους θα ήταν σημαντικότερος σε κάποια ζητήματα, αν το θεσμικό πλαίσιο ήταν διαφορετικό. Οι βασικοί λόγοι για να επιλέξει κάποιος να ασκήσει το ρόλο της διοίκησης είναι για να βοηθήσει ή να προσφέρει στους συναδέλφους του και γενικότερα στο εκπαιδευτικό του έργο. Στη ερώτηση «Ποια είναι η εμπειρία σας στην τάξη ως μάχιμος δάσκαλος», αρκετοί εκπαιδευτικοί σημείωσαν την εμπειρία τους σε χρόνια προϋπηρεσίας. Στην έρευνα παρατηρήθηκε ότι υπήρξε καλή σχέση μεταξύ των στελεχών και των Προϊσταμένων τους και αυτό υπήρξε μια θετική επιρροή για τα στελέχη. Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί πως καμία μεταρρύθμιση δεν έπαιξε ρόλο στην επιλογή τους. Ουσιαστικά το επάγγελμα του εκπαιδευτικού θα πρέπει να χαρακτηρίζεται πιο ορθά ως λειτούργημα. Πάντα προτιμώνται τα δημοκρατικά συμμετοχικά μοντέλα διοίκησης γιατί θεωρούνται πιο αποτελεσματικά. The present study aims at highlighting the factors that are related to the pedagogical, administrative and social dimensions of the role of education executives in the 21st century. Considering that the contribution of executives to the shaping and success of educational events and reforms is decisive, we are urged to investigate this role and their attitudes in relation to their profession but mainly in relation to the exert of administrative tasks and hierarchical structures within the educational system. This survey, which uses both quantitative and qualitative research methods, was conducted in March 2014 using questionnaires. Survey conclusions 108 Education executives took part in this survey, 58 out of the 108 were men (54%) and 50 (46%)were women. The biggest part of the questioned persons participated in the survey were from Crete and were men aged 48-56 years old. Concerning the level of education, everyone was a university graduate without having a postgraduate degree. About the question < Have you ever attended any extra education? Almost everyone replied positively. The next question was < Have you ever experienced the syndicalism? Most of the questioned had never such an experience before. As far as the Institutional framework of their selection is concerned ,all the candidates invoked the relevant laws. In the question they answered they had. In the question It seems that they didn’t need to do anything like that at all. In the question They declared they had lack of freedom generally. In the question the questioned aimed at advising, encouraging and urging for education. The participants made no suggestions to the Ministry of Education about the educational situation . The question about the importance they believed to have on the planning of the educational policy , showed a great disappointment. The majority of the participants answered that yes, their role would be more important in some issues, if the initiative framework was different. The basic reasons for someone to choose to exert the role of the administrator are to help or to offer to his colleagues and generally to his educational work. In the question Many of them mentioned their teaching experience marking the teaching school years. During the survey a good relationship between the executives and their foremen was noticed and this was a positive influence for the executives. It’s also important to mention that no reform influenced the role of their choice. Essentially, the job of a teacher should be rightly characterized as a function. The democratic participatory models are always preferred because they are considered to be more effective. 330 σ.
- Published
- 2017
16. Η χρήση των ΤΠΕ στην προσχολική εκπαίδευση
- Author
-
Liu, Xia, Παγγέ, Τζένη, Κέκκερης, Γεράσιμος, Τσολακίδης, Κώστας, Σακελλαρίου, Μαρία, Μικρόπουλος, Αναστάσιος, Κούτρας, Βασίλειος, and Σοφού, Ευστρατία
- Subjects
Κίνα ,China ,Greece ,Mixed study ,Χρήση ΤΠΕ ,ICT use ,Preschool teachers ,Ελλάδα ,Μεικτή έρευνα ,Comparative study ,Συγκριτική έρευνα ,Νηπιαγωγοί - Abstract
Η κοινωνία της πληροφορίας έχει επιφέρει την ψηφιοποίηση στη ζωή των μικρών παιδιών και ως αποτέλεσμα η εκπαιδευτική πολιτική και η εκπαιδευτική έρευνα υποστηρίζουν την εισαγωγή και την χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην προσχολική διδασκαλία και μάθηση. Αυτές οι αλλαγές στο κοινωνικό πλαίσιο, στην πολιτική και στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής έρευνας έχουν προκαλέσει όχι μόνο νέες ευκαιρίες αλλά και νέες απαιτήσεις και προκλήσεις για τις πρακτικές διδασκαλίας και μάθησης στην προσχολική ηλικία. Όσο για τους πρωταγωνιστές των διδακτικών δραστηριοτήτων σε περιβάλλοντα προσχολικής εκπαίδευσης, είναι πρωταρχικής σημασίας οι εκπαιδευτικοί προσχολικής ηλικίας να είναι καλά προετοιμασμένοι ώστε να προσαρμόζονται στις νέες απαιτήσεις, να εκμεταλλεύονται νέες ευκαιρίες και να αντιμετωπίζουν τις νέες προκλήσεις. Παρόλο που έχει διεξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός μελετών για να εξετάσουν την ετοιμότητα και την προσαρμογή των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη χρήση των ΤΠΕ στη διδασκαλία και στη μάθηση, υπάρχει έλλειψη ανάλογων μελετών για τους εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας, ιδιαίτερα όσον αφορά σε συστηματικές και διεθνείς συγκριτικές έρευνες. ΓΓ αυτό ακριβώς το λόγο, προκειμένου να καλυφθεί το ερευνητικό αυτό κενό, η συγκεκριμένη έρευνα αποσκοπεί στο να κάνει μία συστηματική συγκριτική μελέτη ανάμεσα σε Έλληνες και Κινέζους εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας όσον αφορά στην ετοιμότητα και στην προσαρμογή τους για τη χρήση των ΤΠΕ στις διδακτικές και μαθησιακές τους πρακτικές. Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα μελέτη αναφέρεται στις ομοιότητες και στις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα σε Έλληνες και Κινέζους εκπαιδευτικούς προσχολικής ηλικίας σε πέντε δείκτες, που περιλαμβάνουν πρόσβαση στις ΤΠΕ, χρήση των ΤΠΕ στην πράξη, στάσεις απέναντι στη χρήση των ΤΠΕ, δεξιότητες στη χρήση των ΤΠΕ και εμπόδια στη χρήση των ΤΠΕ στις καθημερινές διδακτικές και μαθησιακές δραστηριότητες. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή υιοθετήθηκε η μεθοδολογία της μελέτης περίπτωσης και επιλέχτηκε μία πόλη με παρόμοιες γεωγραφικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Πέραν αυτού, η παρούσα διδακτορική διατριβή ήταν και μια ανάμεικτη μελέτη, στην οποία συμπεριλήφθηκαν τόσο ποσοτικές (επισκόπηση) και ποιοτικές μέθοδοι (συνέντευξη). Ως συνέπεια, στη διδακτορική διατριβή πήραν μέρος 108 Έλληνες και 115 Κινέζοι εκπαιδευτικοί που δίδαξαν παιδιά ηλικίας 4-6 ετών. Επίσης, 15 Έλληνες εκπαιδευτικοί σε 13 νηπιαγωγεία και 19 Κινέζοι εκπαιδευτικοί σε 11 νηπιαγωγεία πήραν μέρος σε περαιτέρω συνεντεύξεις. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι η ετοιμότητα και η προσαρμογή των Ελλήνων και Κινέζων νηπιαγωγών αναφορικά με τη χρήση των ΤΠΕ στη διαδικασία της διδασκαλίας και μάθησης βρίσκεται σε μια πρώιμη φάση, αν και το επίπεδο για κάθε δείκτη ετοιμότητας και προσαρμογής δεν ήταν ίδιο για τις δύο ομάδες. The advent of an information society has brought the digitization of young children's childhood lives and the acknowledgment of education policies and academic research for the introduction and use of Information and Communication Technologies (ICTs) in preschool teaching and learning. These changes in the social, policy and academic research contexts have brought not only new opportunities but also new requirements and challenges for preschool teaching and learning practices. As the key practitioners of teaching activities in the preschool setting, it is of great significance for preschool teachers to be well prepared to adapt to new requirements, embrace new opportunities and cope with new challenges. Although a large number of studies have been carried out to examine the preparedness and adaptation of primary and secondary school teachers for ICT use in teaching and learning, a scarcity in relevant studies exists for preschool teachers, particularly in terms of systematic and international comparative studies. Therefore, in order to fill in these research gaps, this study aimed to make a systematic comparison between Greek and Chinese preschool teachers in the preparedness and adaptation status for the use of ICTs in teaching and learning practices. More specifically, this study reported on the similarities and differences between Greek and Chinese preschool teachers in five dimensions, including ICT access, ICT use practices, attitudes toward ICT use, ICT competences and barriers to ICT use in daily teaching and learning activities. The case study methodology which selected one city with similar geographic, political and economic conditions was adopted in this study. Moreover, this study was also a mixed study, in which both quantitative (survey) and qualitative methods (interview) were included. As a consequence, 108 Greek teachers and 155 Chinese teachers who taught children aged 4-6 years old in urban public preschools took part in the survey study. There were also 15 Greek teachers in 13 preschools and 19 Chinese teachers in 11 preschools who were further interviewed. It was concluded that the preparedness and adaptation status of the Greek and Chinese preschool teachers for the use of ICTs in teaching and learning was at a primary stage, although the level of each dimension of preparedness and adaptation was uneven for the two groups of teachers. 271 σ.
- Published
- 2017
Catalog
Discovery Service for Jio Institute Digital Library
For full access to our library's resources, please sign in.