Το Εθνικό Σύστημα Υγεία δαπανά σημαντικότατο μέρος του προϋπολογισμού για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η επεμβατική καρδιολογία, ως υποεξειδίκευση της καρδιολογίας ασχολείται με ελάχιστα επεμβατικές πράξεις που εκτελούνται στα αιμοδυναμικά εργαστήρια για τη θεραπεία των καρδιοπαθειών. Η λειτουργία των αιμοδυναμικών εργαστηρίων απαιτεί κοστοβόρα υλικοτεχνική υποδομή και εξειδικευμένο προσωπικό. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς αιμοδυναμικών εργαστηρίων ανά εκατομμύριο πληθυσμού μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας. Ταυτόχρονα όμως, κατατάσσεται μεταξύ των χωρών με τον μικρότερο αριθμό πρωτογενών αγγειοπλαστικών ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Αυτή η πραγματικότητα χρήζει μελέτης υπό τη σκοπιά ενός manager υγείας και υπονοεί την ανάγκη για επανασχεδιασμό και επανακαταμερισμό των αιμοδυναμικών εργαστηρίων. Ένας manager υγείας όμως είναι σε θέση να γνωρίζει πως μια τέτοια μελέτη απαιτεί διαρκή ενημέρωση για τις τρέχουσες ιατρικές εξελίξεις και ότι οι ανάγκες της χώρας μας, για αιμοδυναμικά εργαστήρια συναρτώνται άμεσα με τις σύγχρονες εξελίξεις στην επεμβατική καρδιολογία. Στη χώρα μας υπάρχει περιθώριο για αύξηση των πρωτογενών αγγειοπλαστικών έναντι της θρομβόλυσης. Ταυτόχρονα, οι αγγειοπλαστικές για τη χρόνια στεφανιαία νόσο, που αποτελούσαν τον κύριο όγκο εργασιών των αιμοδυναμικών εργαστηρίων, όλο και θα μειώνονται λόγω της πρωτογενούς πρόληψης και των αυξανόμενων ενδείξεων που καταδεικνύουν μη όφελος στην επιβίωση με τη διακαθετηριακή παρέμβαση στα στεφανιαία αγγεία. Στη σταθερή στεφανιαία νόσο, οι επεμβάσεις αγγειοπλαστικής που θα παραμείνουν θα γίνονται σε ασθενείς με σύμπλοκες βλάβες για βελτίωση των συμπτωμάτων τους και θα πραγματοποιούνται σε εξειδικευμένα κέντρα αναφοράς. Επιπλέον, θα αυξηθούν κατά πολύ οι επεμβάσεις δομικών καρδιοπαθειών και ιδιαίτερα η διακαθετηριακή τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας (TAVI). Kαι αυτές, όμως, οι επεμβάσεις απαιτούν αιμοδυναμικά εργαστήρια με μεγάλο όγκο περιστατικών και εξειδικευμένους επεμβατικούς καρδιολόγους δομικών καρδιοπαθειών. Επομένως, απαιτείται μείωση των λειτουργούντων αιμοδυναμικών εργαστηρίων σχεδόν στο μισό, κατά τα ευρωπαικά πρότυπα, ώστε να ιδρυθούν αιμοδυναμικά εργαστήρια με μεγάλο όγκο περιστατικών, υψηλή εξειδίκευση και εμπειρία. Παράλληλα, χρειάζεται καλύτερος γεωγραφικός καταμερισμός των αιμοδυναμικών εργαστηρίων και ίδρυση δικτύων πρωτογενών αγγειοπλαστικών με δυνατότητα ταχείας μεταφοράς από στεριά, αέρα και θάλασσα στο εφημερεύον αιμοδυναμικό εργαστήριο. Οι οικονομικοί πόροι που μπορούν να εξοινομηθούν από τη μείωση υπολειτουργούντων και υποστελεχωμένων αιμοδυναμικών εργαστηρίων υπαραρκούν για την ανάπτυξη και οργάνωση τέτοιων δικτύων και τη λειτουργία λιγότερων αλλά βέλτιστα στελεχμένων και εξοπλισμένων αιμοδυναμικών εργαστηρίων που θα πραγματοποιούν πρωτογενείς αγγειοπλαστικές 24 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα, και ταυτόχρονα θα δύνανται να αντιμετωπίσουν όλο το φάσμα των ‘‘ψυχρών’’ περιστατικών στη σύγχρονη επεμβατική καρδιολογία. Αυτός είναι ο βέλτιστος τρόπος για εξοικονόμηση δημόσιων οικονομικών πόρων, αλλά και παράλληλα προσφορά βέλτιστων υπηρεσιών φροντίδας στους καρδιαγγειακούς ασθενείς., The Greek National Health System spends a significant part of its annual budget on treating cardiovascular disease. Interventional cardiology, as a subspecialty of cardiology, deals with minimally invasive procedures performed in catheterization laboratories for the treatment of heart diseases. The functioning of catheterization laboratories requires costly logistical infrastructure and specialized personnel. Nevertheless, Greece has one of the largest number of catheterization laboratories per each million of the population among European Society of Cardiology countries. At the same time, however, it ranks among the countries with the lowest number of primary percutaneous coronary interventions per million people. This reality needs to be studied from the point of view of a healthcare manager and implies the imperative need for redesign and redistribution of catheterization laboratories in the Greek territory. A healthcare manager, however, is able to know that such a study requires constant information on current medical developments and that our country’s needs for catheterization laboratories are directly related to modern advancements in interventional cardiology. In Greece, there is room for an increase in primary percutaneous coronary interventions in the place of fibrinolytic therapy. Moreover, coronary interventions for stable coronary artery disease, which have been representing the main volume of work of catheterization laboratories, is going to increasingly decline due to primary prevention and increasing evidence of no survival benefit with transcatheter coronary intervention. In stable coronary artery disease, the remaining percutaneous coronary procedures will be performed in patients with complex lesions to improve their symptoms in specialized referral centers. Additionally, structural heart interventions and especially transcatheter aortic valve implantation (TAVI), will greatly increase in numbers. However, these operations also require high-volume centers and interventional cardiologists subspecialized in structural heart diseases. Therefore, there is a need for a reduction in the number of catheterization laboratories by almost half, according to European standards, to establish laboratories with a high case volume, expertise, and experience. At the same time, there is a necessity for a better geographical distribution of the catheterization laboratories and establishment of networks of primary percutaneous angioplasty with the ability for rapid transport to the on-call catheterization laboratory. The financial resources which could be saved by reducing the number of underperforming and understaffed catheterization laboratories are more than enough for the development and organization of such networks, as well as for the operation of fewer but busier optimally staffed and equipped catheterization laboratories. These will be capable of performing primary angioplasty 24 hours a day, seven days a week, and at the same time, they will be able to deal with the whole range of "elective" cases in modern interventional cardiology. In the author’s opinion, this is the optimal way to save public financial resources and, in parallel, offer optimal healthcare services to patients with cardiovascular disease.