Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της δομής των μισθών και των μισθολογικών διαφορών στην Ελληνική αγορά εργασίας, δεδομένων ορισμένων χαρακτηριστικών της, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της αγοράς εργασίας και ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από τέσσερις ξεχωριστές μελέτες, ωστόσο τα ευρήματα και συμπεράσματα της κάθε μίας έχουν γενικότερη εφαρμογή και ερμηνεία. Το πρώτο μέρος της διδακτορικής διατριβής ερευνά τις μισθολογικές διαφορές που οφείλονται στο μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αυτό μετράται από τον συνολικό αριθμό των εργαζόμενων σε αυτές. Οι εκτιμήσεις πραγματοποιούνται μέσω της χρήσης διαστρωματικών ενοποιημένων δεδομένων εργαζόμενων-εργοδοτών. Τα αποτελέσματα των οικονομετρικών εκτιμήσεων υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους, το μέγεθος του οποίου είναι ανάλογο με αντίστοιχα εκτιμημένα πλεονεκτήματα τα οποία αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Επίσης, εξετάζεται η εγκυρότητα διαφόρων πιθανών ερμηνειών που έχουν προταθεί στην σχετική βιβλιογραφία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων, οι διαφορές σε ανθρώπινο κεφάλαιο, η ύπαρξη ανταποδοτικών αμοιβών, οι μισθοί αποδοτικότητας και η λειτουργία εσωτερικών αγορών εργασίας είναι παράγοντες ικανοί να ερμηνεύσουν το μεγαλύτερο μέρος του μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Σκοπός του δεύτερου κεφαλαίου της παρούσας διδακτορικής διατριβής, είναι η διερεύνηση των επιπτώσεων της σύναψης επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας στη δομή των μισθών στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς της ανάλυσης χρησιμοποιούνται ενοποιημένα στοιχεία εργαζόμενων-εργοδοτών για το έτος 2006, εκτιμήσεις μη δεσμευμένων ποσοστημορίων καθώς και οι σχετικές μέθοδοι διαχωρισμού επιδράσεων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός μισθολογικού πλεονεκτήματος υπέρ των εργαζόμενων που καλύπτονται από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το οποίο ακολουθεί μια κοίλη τάση κατά μήκος κατανομής των ατομικών αμοιβών. Επιπλέον, οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ των εργαζόμενων που καλύπτονται από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις και εκείνων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονται σε πιο κεντρικά επίπεδα διαπραγμάτευσης, οφείλονται σε διαφορές στον τρόπο συλλογικής διαπραγμάτευσης για όσους βρίσκονται στο αριστερό ήμισυ της συνολικής κατανομής των ατομικών αμοιβών, ενώ για όσους βρίσκονται στο δεξί ήμισυ της κατανομής, το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών διαφορών εξηγείται από διαφορές στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων. Το τρίτο μέρος της διδακτορικής διατριβής ερευνά την ύπαρξη μιας καμπύλης μισθών στην Ελληνική αγορά εργασίας χρησιμοποιώντας μικροοικονομικά δεδομένα για την περίοδο 2001-2012.Τα εκτιμημένα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι ο “εμπειρικός νόμος της Οικονομικής Επιστήμης” σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει μια βραχυχρόνια αρνητική σχέση μεταξύ ατομικών αμοιβών και τρέχουσας περιφερειακής ανεργίας, μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο για την περίοδο μετά το 2010, όπου μια σειρά δημοσιονομικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων έλαβαν μέρος, με στόχο τη μείωση του μισθολογικού κόστους και την αύξηση του βαθμού ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Πριν το 2010, δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός μιας συστηματικής σχέσης μεταξύ ατομικών αμοιβών και περιφερειακής ανεργίας. Η ανυπαρξία μιας τέτοιας σχέσης, μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε θεσμικές δυσκαμψίες οι οποίες απαγόρευαν τις μισθολογικές προσαρμογές προς τα κάτω. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η ύπαρξη καμπύλης μισθών πριν το 2010, δεν επιβεβαιώνεται ανεξάρτητα από το επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο οποίο προσδιορίζονται οι αμοιβές στην Ελληνική αγορά εργασίας. Τέλος, το τέταρτο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής πραγματοποιεί την πρώτη αποτίμηση μιας πρόσφατης θεσμικής μεταρρύθμισης στην Ελληνική αγορά εργασίας. Σκοπός της μεταρρύθμισης αυτής είναι η αποκέντρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να διευκολύνεται η προσαρμογή των μισθών στα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και στις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς αυτής της μελέτης, αναπτύχθηκε μια μοναδική βάση δε-δομένων αποτελούμενη από πληροφορίες που προέρχονται από το σύνολο των επιχειρησιακών συμβάσεων που υπογράφηκαν στην Ελληνική αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια. Τα αποτελέσματα μιας σειράς εκτιμήσεων υποδειγμάτων περιορισμένων εξαρτημένων μεταβλητών υποδεικνύουν ότι η εισαγωγή της νέας εργασιακής νομοθεσίας επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα τα διαπραγματευόμενα μέρη να συμφωνήσουν σε προς τα κάτω μισθολογική προσαρμογή, ειδικά στο επίπεδο του κατώτατου μισθού που περιγράφεται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ενώ οι τρέχουσες συνθήκες που επικρατούν στην αγορά εργασίας είναι επίσης σημαντικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των συμφωνηθεισών μισθολογικών προσαρμογών.