207 σ., Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας αποτελεί η εξέλιξη μιας περιαστικής περιοχής όπως ο Δήμος της Νέας Μάκρης από τις αρχές του 20ου αιώνα που ξεκίνησε ως ένας αμιγής προσφυγικός πυρήνας στο κέντρο και τόπος παραθερισμού περιφερειακά, κυρίως κατά τα μεταπολεμικά χρόνια και εντεύθεν, ενώ από τη δεκαετία του 90’ έως σήμερα μετατρέπεται σε περιοχή Α’ κατοικίας. Ο Δήμος Νέας Μάκρης έχει έκταση 36.368 τ.μ. και βρίσκεται στα ΒΑ του Νομού Αττικής, σε απόσταση 34 χιλ. από το κέντρο της Αθήνας, στη δυτική ακτή του νότιου Ευβοϊκού Κόλπου. Η εν λόγω περιοχή συνδυάζει φυσικογεωγραφικά το ήπιο κλίμα, την παρουσία του Πεντελικού όρους με τις μεγάλες δασωμένες εκτάσεις και τη μεγάλου μήκους ακτογραμμή της με τους πολυάριθμους αμμώδεις κολπίσκους της. Τα πλεονεκτήματα αυτά σε σχέση με την μικρή απόσταση από την πόλη προσέλκυσαν και προσελκύουν ένα μεγάλο αριθμό παραθεριστών , τουριστών και σήμερα πλέον μόνιμων κατοίκων Σημαντικό ρόλο στη φυσιογνωμία της περιοχής διαδραματίζουν, ο πλούσιος υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας, τα ρέματα που δημιουργούν ζώνες πρασίνου και παρεισφρύουν στον πολεοδομικό ιστό του Δήμου, καθώς και η ευρύτερη έκταση του μοναδικού έλους της περιοχής. Η οικιστική ανάπτυξη είτε με αυθαίρετη δόμηση, είτε με τις διατάξεις της εκτός σχεδίου νομοθεσίας, κυριάρχησε σε κάθε είδους ανάπτυξη που προϋπήρξε στην περιοχή ή θα μπορούσε να δημιουργηθεί, πολιτιστική και τεχνολογική επιφέροντας πολλές επιπτώσεις στο φυσικό και κοινωνικοοικονομικό χώρο. Η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη του Δήμου, δεν έγιναν κατόπιν ενός γενικότερου σχεδιασμού, αλλά ακολούθησαν την οικιστική εξέλιξη. Ως εκ τούτου, σημειώνονται έντονα προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι η διάσπαρτη δόμηση, το οδικό δίκτυο, η έλλειψη συγκοινωνιών, η έλλειψη κοινοχρήστων χώρων, κοινωφελών δικτύων και υποδομών, τα απορρίμματα των οικισμών, τα λύματα, η μόλυνση των υπόγειων υδάτων, η ποιότητα του πόσιμου νερού και των υδάτων κολύμβησης, η μείωση αστικού και περιαστικού πρασίνου, η υποβάθμιση της αιγιαλίτιδας ζώνης και η ρύπανση της ατμόσφαιρας. Συμπερασματικά, η εργασία κατέδειξε ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη: • για χωρικό αναπτυξιακό σχεδιασμό στο Δήμο, που θα εστιάζει στην προστασία και διαφύλαξη του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος της περιοχής, • πολιτική βούληση από όλους τους φορείς κεντρικού κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης για εφαρμογή της νομοθεσίας και κινητοποίησης των μηχανισμών ελέγχου αυτής και πάνω από όλα • μεγαλύτερη συμμετοχή των ίδιων των κατοίκων στα προβλήματα και το σχεδιασμό του Δήμου., This dissertation examines the evolution of an rural area such as Nea Makri, from the beginning of 20th century when it was first established with a purely refugee settlement at its centre and a summer resort at its outskirts, especially in the post war years, while since 1990s the area is changing into a principal residence area. Nea Makri, 36,368 sq.m., is located in north-east of Attica, only 34 km from the center of Athens, on the west coast of the southern Evoikos Gulf. The area enjoys a mild climate and combines forest areas of Mount Pendeli and a long coastline with numerous sandy coves. These advantages combined to the short distance from the city centre have been attracting a large number of tourists, people on holiday, and, recently, residents. Very important elements of the natural environment of the area are also its groundwater horizon, the streams, creating zones of green, and interweaving into the Municipality’s town planning, as well as the wider expanse around the sole swamp of the area. The construction development, which has dominated over every other kind of cultural or technological activity that had been existed in the area or had prospects to develop, and had had great repercussions to the natural and socioeconomic field. The housing and tourist development of the area had not been part of a wider plan but followed suit its construction development. As a result, important problems have occurred in the natural environment of the area and, therefore, to the residents’ quality of life. Such problems include random constructions, the lacking road and transport network, the absence of communal spaces, public utility networks and infrastructure, the housing developments’ waste management and wastewater, the drinking water quality levels and the clear sea water, the reduction of urban and suburban green areas, the poor coastline quality and air pollution. As a conclusion, this dissertation demonstrated that there is a compelling need for: • spatial development planning of the area, with an emphasis on the protection and preservation of the natural and social environment, • political will from all central state agents and local authorities to enforce and mobilize control mechanisms and, above all, • greater involvement of the locals themselves to the problems and planning of area., Μαρία Π. Μήλα