Η φιλοσοφική σκέψη υπήρξε ανθρωποκεντρική με ιδιάζοντα τρόπο και επιπλέον η φιλοσοφία υπήρξε το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο πνευματικός και ειδικός τεχνικός πολιτισμός, ο γνωστός ως ορθολογιστικός, που εφαρμόζεται στην επιστήμη και που προϋποθέτει την ανεπανάληπτη και κυρίαρχη θέση του ανθρώπου απέναντι στις ζωικές και υλικές υποστάσεις και στα φυσικά φαινόμενα. Στα έργα του Πλάτωνα υπάρχει μια αξιολογική προτεραιότητα του πνεύματος απέναντι στην ύλη, που όμως δεν ενέπνεε την χωρίς όρια απαξίωση ή απομύζηση της υλικής δημιουργίας. Στον Αριστοτέλη η ύλη δεν είναι κάτι το απλώς υπάρχον αλλά το καθ’ ύλην υπάρχον, δηλαδή η δυνατότητα υπάρξεως από της ουσίας στη μορφή μέσω της κίνησης που αποτελεί την ουσία των όντων. Η μεσαιωνική και νεότερη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία λόγω της παρεμβολής μιας σφαλερής πνευματοκρατικής χριστιανικής κοσμοθεωρίας ξεστράτισε μονομερώς στον άκρατο ανθρωποκεντρικό ορθολογιστικό μονισμό. Ούτε ο ρομαντισμός ούτε ο επιστημονικός υλισμός μπόρεσαν να αποκαταστήσουν την ορθή σχέση πνεύματος και ύλης. Μια από τις αιτίες που οδήγησαν στην οικολογική κρίση είναι ο ρόλος της θρησκείας και ιδιαίτερα του χριστιανισμού. Οι παρερμηνείες και οι διαφορετικές αντιλήψεις δημιούργησαν μια σύγχυση στην όλη άποψη περί χριστιανισμού και φύσης κυρίως στον τρόπο που η δυτική σκέψη την αντιλήφθηκε. Ο LynnWhite καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας αναφέρει στο πόρισμα της έρευνάς του ότι η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία κατέστρεψε τον πλανήτη, επειδή τοποθέτησε τον άνθρωπο στο κέντρο όλων των πραγμάτων. Ο John Passmore, περίπου δέκα χρόνια μετά τον White, κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπάρχει μια κυρίαρχη γραμμή σκέψης στην Αγία Γραφή, η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως Δεσπότη, που υποτάσσει τη φύση και τη μεταχειρίζεται, όπως του αρέσει. Δίπλα σε αυτήν υπάρχουν και δύο μειοψηφικές γραμμές σκέψης: η μία αναδεικνύει τον άνθρωπο ως συνεργάτη της φύσης, που προσπαθεί να την τελειοποιήσει και η άλλη διατείνεται πως ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο με σκοπό να γίνει καλός διαχειριστής της θεϊκής παρουσίας, ένα είδος οικονόμου. Τέλος η Palmer ισχυρίζεται πως ο όρος «εποπτεία» πουθενά στη Βίβλο δεν χρησιμοποιείται σε σχέση με τη φύση. Επιμένει η Ρalmer ότι, η χρησιμοποίηση του όρου διαχείριση, στον καθημερινό πολιτικό λόγο μπορεί να εκπέσει σ΄ έναν ηθικό όρο που να σημαίνει οτιδήποτε για τον οποιονδήποτε, που να δίνει συγχωροχάρτι σε οποιονδήποτε επικαλείται αυτή τη "σώφρονα" διαχείριση και να νομιμοποιεί τη συνηθισμένη επιθετική στάση απέναντι στη φύση. Για τη χριστιανική θεολογία αποτελεί προϋπόθεση ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ του μηδενός» με την απόλυτη έννοια της λέξεως, ένα δόγμα που ξεχωρίζει το Χριστιανισμό από τις ειδωλολατρικές θρησκείες και φιλοσοφίες. Το γεγονός ότι στην εποχή μας η επιστήμη της φυσικής δεν το βρίσκει αδιανόητο ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το απόλυτο μηδέν, μπορεί να είναι ένας θετικός παράγοντας για τη θεολογία, ώστε να αρχίσει οικοδομητική συζήτηση με τους φυσικούς επιστήμονες. Αλλά ακόμα και αν διαφωνούν οι επιστήμονες με το δόγμα αυτό, οι χριστιανοί θεολόγοι αποδεχόμενοι αυτό από την αρχή, θα πρέπει να είναι κατά πάντα συνεπείς σ' αυτό. Αυτή η συνέπεια είναι ανάγκη να είναι επίσης εμφανής στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα: πώς έβλεπε ο Θεός τη δυνατότητα της σωτηρίας του κόσμου, όταν τον δημιουργούσε από το μηδέν; Θα ήταν αντιφατικό να υποθέσει κανείς ότι ο Θεός προίκισε τον κόσμο με φυσική δυνατότητα σωτηρίας, γιατί μια τέτοια προϋπόθεση θα υπονοούσε ότι ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο υπάρχει μια φυσική «συγγένεια» (όπως θα την έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες). Κάθε φυσική ομοιότητα ανάμεσα στο Θεό και τη δημιουργία θα έκανε με ένα ουσιαστικό τρόπο, τις δύο πραγματικότητες μία. Γι' αυτό ακριβώς οι Πατέρες απέρριψαν την νεοπλατωνική θεωρία των απορροών και την πλατωνική και ωριγενική θεωρία της αιωνιότητας των ψυχών, καθώς και την αριστοτελική ιδέα της αιωνιότητας της ύλης. Είναι θέμα λογικής συνέπειας για τους Χριστιανούς να αναζητηθεί η σωτηρία της δημιουργίας σε τρόπους άλλους από αυτούς. Αλλά, αν αποκλειστεί η προϋπόθεση ότι ο κόσμος έχει στη φύση του κάποιους παράγοντες που του εξασφαλίζουν τη σωτηρία και την αιωνιότητα, και, παρ' όλα αυτά, επιμείνουμε στην αιώνια σωτηρία του κόσμου, δεν υπάρχει παρά μόνο μια λύση: να βρεθεί ένας τρόπος να συνδεθεί ο κόσμος με το Θεό, το μόνο αιώνιο και αθάνατο Ον, χωρίς να παρεμβάλουμε καμμιά «φυσική συγγένεια». Πρέπει να βρεθεί ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δύο, το Θεό και τον κόσμο, που θα μπορούσε να διασφαλίσει την επικοινωνία της ζωής ανάμεσα τους, χωρίς να καταστρέψει τη φυσική ετερότητα του Θεού και της δημιουργίας. Μπορεί να βρεθεί ένας τέτοιος κρίκος; Μπορεί να έχει κάποιο νόημα ένας τέτοιος σύνδεσμος;Το χριστιανικό δόγμα προσφέρει ως λύση στο πρόβλημα αυτό τη θέση του ανθρώπου στη δημιουργία. Ο άνθρωπος είναι εκείνος, στον οποίο πρέπει να αναζητηθεί ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο, και είναι αυτό ακριβώς που κάνει τον άνθρωπο υπεύθυνο, μάλιστα τον μόνο μέσα στην κτίση υπεύθυνο για την τύχη της δημιουργίας. Η Χριστιανική πίστη θεωρεί πως η οικολογική κρίση είναι κρίση πολιτισμού. Είναι μια κρίση, η οποία έχει να κάνει με την απώλεια της ιερότητας της φύσεως στον πολιτισμό μας. Μόνο δύο δρόμους μπορεί να δει κανείς για το ξεπέρασμα αυτής της κρίσεως. Ο ένας είναι ο δρόμος της ειδωλολατρίας. Ο ειδωλολάτρης θεωρεί τον κόσμο ιερό, γιατί τον βλέπει διαποτισμένο από τη θεία παρουσία. Επομένως, τον σέβεται και δεν τον καταστρέφει. Αλλά κατά τον ίδιο τρόπο, δεν ανησυχεί ποτέ και για την τύχη του, γιατί πιστεύει στην αιωνιότητά του. Δεν βλέπει επίσης καμμιά ανάγκη για μετασχηματισμό της φύσεως ή για υπέρβαση των ορίων της: ο κόσμος είναι καλός, όπως είναι, και κατέχει εκ φύσεως ό,τι χρειάζεται, για να επιζήσει. Ο άλλος δρόμος είναι αυτός που έχει περιγραφεί εδώ ως τη χριστιανική τοποθέτηση. Ο Χριστιανός σέβεται τον κόσμο ως ιερό, όχι γιατί ενέχει στη φύση του την παρουσία του Θεού, αλλά γιατί βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το Θεό. Έτσι σέβεται τον κόσμο αλλά θεωρεί τον άνθρωπο το μόνο δυνατό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο Θεό και στη δημιουργία. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι ένας σύνδεσμος, που μπορεί ή να φέρει την υλική φύση σε κοινωνία με το Θεό και με τον τρόπο αυτό να την αγιάσει ή να την στρέψει τελικά προς τον άνθρωπο -ή προς την ίδια τη φύση- και να την καταδικάσει να γίνει «κάτι», ένα «αντικείμενο», του οποίου το νόημα και ο σκοπός εξαντλούνται στην ικανοποίηση του ανθρώπου. Από τους δύο αυτούς τρόπους ο δεύτερος, ο χριστιανικός, είναι εκείνος που προσδίδει στον άνθρωπο βαριά ευθύνη για την τύχη της δημιουργίας. Ο πρώτος, ο ειδωλολατρικός, βλέπει τον άνθρωπο σαν μέρος του κόσμου• ο δεύτερος, με το να βλέπει τον άνθρωπο ως κρίκο ανάμεσα στον κόσμο και το Θεό, τον βλέπει ως το μοναδικό πρόσωπο στη δημιουργία, δηλαδή ως τον μόνο που σέβεται βαθιά τον απρόσωπο κόσμο, όχι μόνο για να τον «διατηρήσει», αλλά για να τον καλλιεργεί και να τον ενσωματώνει σε μορφές πολιτισμού, οι οποίες θα τον ανυψώσουν στο δικό του επίπεδο, σε αιώνια επιβίωση και σωτηρία. Είναι αλήθεια ότι διαπιστώνονται επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στη διαμόρφωση των ηθικών θεωριών περί φύσεως στη βυζαντινή φιλοσοφία και την πατερική γραμματεία. Ο Γαληνός, χαρακτηρίζει τους ιατρούς ως υπηρέτες της φύσης. Αυτό συνδέεται με τη βυζαντινή θεώρηση ότι ο άνθρωπος είναι επόπτης και επιστάτης της φύσης. Οι ιδέες επιπλέον πως η φύση διδάσκει στα έμβια όντα και ειδικά στον έλλογο άνθρωπο τις ενέργειες που συνιστούν τους μηχανισμούς επιβίωσής του και πως ο άνθρωπος οφείλει να χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματα και τις παροχές της φύσης κατάλληλα με συμβούλους του την εμπειρία και το λογικό του, αποτυπώνουν σχεδόν πανομοιότυπα το χαρακτήρα της επιστασίας, που υποτίθεται πως οδηγεί στη μελέτη και τη σπουδή της γνώσης των αρχών και των νόμων που διέπουν την κτιστή δημιουργία. Στον Τίμαιο, ο Πλάτων έδειξε πως είναι δυνατόν να έχει ο άνθρωπος μια ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση για το περιβάλλον, να αποδέχεται τη μεταφυσική αρχή του αγαθού, αλλά παράλληλα να πιστεύει και στην ενύπαρξη της ωραιότητας στη φύση και να ενδιαφέρεται για αυτήν. Το κατεξοχήν ηθικό πρόβλημα της οικολογικής κρίσης συνάπτεται με το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ανατρέψει την ιεραρχία των δυνάμεων της ψυχής του και των συστοίχων προς αυτή αξιών, τρόπων και μορφών ζωής κι έχει ξεφύγει από το δρόμο που οδηγεί στην πραγματική ψυχική ευδαιμονία, που είναι να ζει σύμφωνα με την αρετή. Η προτεραιότητα του ηθικού βίου μέσα στην πολιτική κοινωνία πρέπει να είναι απόλυτη, για να υπάρξει δυνατότητα υπέρβασης της οικολογικής κρίσης. Η ιδέα αυτή συνάπτεται με την αντίστοιχη της βυζαντινής φιλοσοφίας, πως υπεύθυνη για την οικολογική κρίση είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Μια ακόμη διδασκαλία που έχει αφήσει το αποτύπωμά της στη χριστιανική θεολογία είναι η Παύλειος διδασκαλία. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, ολόκληρη η κτίση, πνευματική και υλική, δημιουργήθηκε από το Λόγο του Θεού και έχει ως συγκεκριμένο σκοπό να μετάσχει στη δόξα Του: «Τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται». Όλα τα όντα συνδέονται αρμονικά μεταξύ τους, γιατί έχουν το λόγο της υπάρξεως και της παρουσίας τους στον προαιώνιο δημιουργικό Λόγο του Θεού. Από Αυτόν προέρχονται, προς Αυτόν κατευθύνονται και από Αυτόν λογοποιούνται τα πάντα. Η έννοια και ο σκοπός της δημιουργίας δεν μπορούν να προσδιορισθούν χωρίς τον Θεό Λόγο. Γι’ αυτό λογικός δεν είναι μόνο ο άνθρωπος αλλά και η υπόλοιπη δημιουργία του Θεού. Άλλωστε και η υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τη συνήθως αποκαλούμενη «άλογη» κτίση δεν δικαιολογείται τόσο από τη λογικότητα της κατασκευής του ανθρώπου ούτε βέβαια από την κτιστή λογική του, όσο από την ιδιαίτερη σχέση του με τον άκτιστο Λόγο του Θεού, που υπάρχει ως αρχέτυπο του και τον Οποίο εικονίζει. Η σχέση του ανθρώπου με την υπόλοιπη κτίση πιστοποιείται από την ίδια τη φυσιολογία του. Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη διμερής, ταυτόχρονα βιολογική και πνευματική. Ο Θεός, σύμφωνα με την περιγραφή της Γενέσεως, έπλασε τον άνθρωπο παίρνοντας χώμα από τη γη και εμφυσώντας το πρόσωπό του μετέδωσε σ’ αυτόν το πνεύμα, για να γίνει έτσι ζωντανή, υλικοπνευματική ύπαρξη. Στην υλικότητα και χοϊκότητα του ανθρώπου αναφέρεται και ο απόστολος Παύλος. Βασικό δομικό υλικό του είναι το χώμα, δηλαδή τα φυσικά και βιολογικά του στοιχεία. Από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φυσικής δημιουργίας και βιολογική ύπαρξη, που ως προς τη δομή και τη λειτουργία της δεν διαφέρει πολύ από τις υπόλοιπες φυσικές υπάρξεις. Η υλικότητά του, παρότι διαθέτει ανώτερη μορφή και ποιότητα από την υλικότητα των φυτών και των ζώων, είναι βασικό και αναφαίρετο στοιχείο της υπάρξεως του, έτσι ώστε να μη νοείται ο άνθρωπος χωρίς τη φυσική και βιολογική του υπόσταση. Στον άνθρωπο βρίσκονται όλα τα επίπεδα της υπάρξεως από τις διάφορες μορφές του κτιστού κόσμου• γι’ αυτό και η φυσιολογία του έχει άμεση σχέση και ενδιαφέρει την ορθόδοξη κοσμολογία.Μετά από τη χριστιανική τοποθέτηση το οικολογικό πρόβλημα τίθεται υπο το πρίσμα της σύγχρονης οικολογικής φιλοσοφίας. Πρωταρχικός σκοπός της οικολογικής ηθικής πρέπει και μπορεί να είναι η επιβίωση και η άνθιση της ζωής στον πλανήτη μας. Θα ήταν άσκοπο, ατελέσφορο, όσο και επιζήμιο να επιφορτιστεί η οικολογική ηθική με καθήκοντα και υποχρεώσεις που ανήκουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στοχασμού. Εάν ο σκοπός είναι ο προαναφερθείς, το μόνο που απαιτείται είναι ο τρόπος επίτευξής του. Και ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τη διαμόρφωση μιας επαρκούς ηθικής δομής, ικανής να υποστηρίξει τη διάσωση ή τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Για να είναι επαρκής μια τέτοια δομή, πρέπει να είναι συμπαγής και να έχει ευρεία εφαρμογή. Τέλος αν ένα ηθικό σύστημα επιθυμεί να είναι συμπαγές και ευρύ-περιεκτικό, πρέπει να είναι επαγωγικό, σταθερό, καθοδηγητικό και σε καμία περίπτωση αντιφατικό. Επαγωγική η ηθική πρέπει να είναι όχι τόσο στην κατεύθυνση της στόχευσής της, όσο στη μεθοδολογία της. Το κάθε βήμα πρέπει ν’ ακολουθείται από το επόμενο κατά λογική αλληλουχία και όχι με άλματα αλλά με βηματισμό αργό από τα απλά προς τα πιο σύνθετα ζητήματα, ώστε ο βασικός στόχος και οι αρχές να μένουν πάντα ευκρινείς. Στην ουσία της ηθικής βρίσκεται η δυνατότητα και το καθήκον της καθοδήγησης. Αν επιθυμεί να επιτύχει κάτι τέτοιο η οικολογική Ηθική, είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει απόλυτη αξία στον περιβάλλοντα κόσμο και σε ότι τον αποτελεί, άψυχη ύλη, ασυνείδητη και ενσυνείδητη μη ανθρώπινη ζωή και τελικώς στην ανθρώπινη ύπαρξη. Philosophical thinking was anthropocentric in an unusual way. In addition, philosophy was the foundation upon which the spiritual and technical civilization, known as rationalistic, was built and which applies in science and assumes the unique and dominant position of man against animal and material existence and natural phenomena. In Plato's work, there is an evaluative priority of spirit against matter which, however, did not inspire the limitless disdain or exploitation of material creation. For Aristotle, prime matter is not something merely existing but existing materially, that is, the ability of existence through movement which is the essence of beings. Medieval and modern Western European philosophy deviated unilaterally towards the unrestrained anthropocentric rationalistic monism due to the interference of a mistaken Christian spiritualistic worldview. Neither romanticism nor scientific materialism were able to restore the right relationship between spirit and matter.One of the reasons behind the ecological crisis is the role played by religion, Christianity in particular. Misinterpretations and different beliefs created a confusion regarding Christianity and nature, mainly in the way it was perceived by the western way of thinking. Lynn White, Professor of History in the University of California, mentions in the conclusion of his research that the Jewish-Christian religion brought about the destruction of the planet by placing man in the center of all things. About ten years after White, John Passmore concluded that there is a dominant line of thought in the Holy Scripture which regards man as a Despot who subjugates nature, treating it however he likes. Next to it, there are also two lesser lines of thought: the first one shows man as nature's collaborator, trying to perfect it, and the other contends that man comes to this world in order to become a good administrator of the divine presence, a kind of housekeeper. Lastly, Palmer claims that nowhere in the Bible is the term "supervision" used in connection with nature. Palmer insists that the use of the term "administration" in everyday speech can result in an ethical term which would mean anything to anyone, which would give an absolution certificate to those who use it and would justify the usual aggressive attitude towards nature.For the Christian religion, it is a prerequisite that the world was created "ex nihilo" in the absolute meaning of the word, a doctrine which distinguishes Christianity from the idolatrous religions and philosophies. The fact that nowadays the science of physics does not consider inconceivable the fact that the world was created ex nihilo may be a positive factor for theology so that it can commence a constructive conversation with physicists. However, even if scientists disagree with this doctrine, Christian theologists, taking this for granted, should remain consistent with it. It is essential that this consistency be obvious when trying to answer the question: how did God view the possibility of the world's salvation when He created it ex nihilo?It would be contradictory to presume that God blessed this world with a natural ability for salvation because such a prerequisite would imply that there is a natural "blood relation" (as ancient Greeks would call it) between God and the world. Any natural resemblance between God and His creation would essentially turn these two realities into one. That's exactly why the Fathers rejected not only the neoplatonic emanationism as well as Plato's and Horigenes' theory of the eternity of souls but also the aristotelian idea of eternity of matter. It is a matter of logical consequence for Christians to seek the salvation of creation in ways different from these.However, should the prerequisite that the world has some factors which ensure its salvation and eternity be excluded, and, still, we continue to insist on the eternal salvation of the world, there is but one solution: to find a way to connect the world with God, the only eternal, immortal being, leaving out any "natural blood relation". A link should be found between God and the world, which could ensure the communication of life between them, without destroying the natural dissimilarity between God and creation. Can such a link be found? Would there be a meaning in such a connection? The Christian doctrine's solution to this problem lies in man's position in creation. Man is the one responsible for the missing link between God and the world, and this is exactly what holds man responsible, indeed, the only one responsible for the fate of creation.The Christian faith sees the ecological crisis as a crisis of civilization which resulted from the loss of the sanctity of nature in our civilization. And this crisis can be overcome in two ways. The first one is idolatry. Idolaters regard the world as holy because they see it imbued with divine presence. Consequently, they respect it and they do not destroy it. At the same time, however, they are not concerned about its fate, since they believe in its eternity. In addition, they do not see the need for transforming nature or exceeding its limits: the world is good as it is, and naturally possesses the means for its survival. The second way is the one described as the Christian stance. Christians respect the world as holy, not because it naturally involves God's presence, but because it is in a dialectical relationship with God. Thus, they respect the world but consider man the only possible missing link between God and creation, who can either bring material nature in communion with God and in this way sanctify it or turn it against man - or against nature itself - and doom it to become "something", an "object", whose meaning and purpose are used in satisfying man.Of the two ways, it is the Christian one which holds man immensely responsible for the fate of creation. The first one, the idolatrous, considers man part of this world; the second one, by considering man a link between God and the world, it sees man as the sole person in creation, which means the only one who deeply respects the impersonal world, not only in order to "preserve" it but also in order to integrate it in forms of civilization which will elevate it to his level, to eternal survival and salvation.It is true that the influence of ancient greek philosophy is obvious in the formulation of ethical theories concerning nature in byzantine philosophy and patristic literature. Galen characterizes physicians as servants of nature. This has to do with the the byzantine concept that man is the supervisor and caretaker of nature. In addition, the idea that nature teaches living beings, rational human beings in particular, the actions necessary for its survival mechanisms as well as the idea that man has to use nature's advantages and provisions appropriately using his experience and logic illustrate almost identically the nature of supervision which supposedly leads to the study of the knowledge of principles and laws which govern creation. In Timaeus, Plato proved that it is possible for man to hold a favorable attitude towards the environment, to accept the metaphysical concept of the Form of the Good (Agathon), but, at the same time believe that pulchritude is inherent in nature and be interested in it. Τhe main ethical problem of the ecological crisis has to do with the fact that man has subverted the hierarchy of the power of his soul and the values, ways and forms of life which agree with it, thus deviating from the path leading to the true mental well-being, that is, to live according to righteousness. There should be a priority of moral life in the civil society in order to overcome the ecological crisis. This idea is in accordance with the byzantine philosophy which blames the estrangement from God for the ecological crisis.Apostle Paul's teaching is yet another teaching which has left its mark in Christian theology, according to which the whole of God's creation, both spiritual and material, was created by the Word of God with the sole purpose to partake of His glory: "All creatures are from Him, through Him and to Him". All creatures are in harmony because the reason for their existence and presence lies in the eternal Word of God. Everything comes from Him, is intended for Him and is brought to life. The meaning and purpose of creation cannot be defined without the Word of God. Thus, not only man but also the rest of God's creation is rational. After all, man's superiority over the often called "non-rational" creation is justified neither by the logicality of his making nor by his created logic but by his special relationship with the archetypal uncreated Word of God Which he depicts. Man's relationship with the rest of the creation is certified by his very physiology. Man is a dual being, biological and spiritual at the same time. According to Genesis, God formed man of dust by breathing spirit into his face, thus making him a live, spiritual and corporeal being. Apostle Paul also refers to man's corporeality and earthiness. Earth is his main construction material, that is, his natural and biological elements. From this aspect, man is part of the natural creation and he is a biological being whose structure and function are not much different from the rest of the natural beings. Although his corporeality is superior in form and quality to that of plants and animals, it is a basic, inalienable element of his existence, so that man cannot be perceived without his natural and biological being. All levels of being from different forms of the created world are found in man; that's the reason why his physiology interests and is directly related to the orthodox cosmology. According to the Christian stance, the ecological problem is put through the prism of modern ecological philosophy.The primary goal of ecological ethics should and can be the survival and prosperity of life on our planet. It would be pointless, ineffective and detrimental to surcharge ecological ethics with the duties and obligations which belong to a wider frame of contemplation. Keeping this goal in mind, the only thing left is to find a way to achieve it. And the only way to do so is to formulate a structure able to save and conserve the environment. For such a structure to be adequate, it should be compact and have a wide application. Lastly, if an ethical system wishes to be compact and comprehensive, it needs to be inferential, stable, guiding but, in no way, contradictory. Ethics needs to be inferential not so much in the direction of its contemplation as in its methodology. Each step should be followed by the next using a logical sequence, not with big leaps but at a slow pace leading from simple to more compex matters, so that the main goal and principles remain clear. The essence of ethics is the ability and the duty of guidance. Should ecological ethics desire to achieve this, it has to recognise absolute value to the surrounding world and everything it is composed of, inanimate matter, conscious and unconscious human life and, lastly, human existence.